“Capitalism has fallen”, θα έλεγαν οι πουριτανοί της σχολής του Σικάγο και δεν θα είχαν άδικο. Η κρίση, δεν είναι κρίση, αλλά προσωρινή κακοτοπιά. Αυτό είναι το “πόρισμα” των αγορών, αν προσέξει κανείς τις αποτιμήσεις και τη συμπεριφορά τους. Οι αγορές δεν κάνουν ποτέ λάθος, είναι η αλήθεια, ντοπάρονται, όμως, και αυτό δεν το διαψεύδει κανείς.
Και ποιός μπορεί να πει τί πραγματικά συμβαίνει; Πόσο χάλια είναι η κατάσταση, αν πιάσαμε πάτο, που είναι αυτός και πόσο σύντομα θα έρθει η ανάπτυξη; Εδώ η απάντηση είναι απατηλή “κι’ όποιος νομίζει ότι καλά το ξέρει, δεν τα ΄χει καταφέρει ποτέ στον τελικό”, λέει ένα τραγούδι του Γιώργου Μαρίνου, που αναφέρεται στο σεξ, αλλά σήμερα ταιριάζει απόλυτα στις αγορές.
Υπάρχουν όμως και δικλείδες ασφαλείας που “ξεγελιούνται” πιο δύσκολα, καθώς βασίζονται στην αποτίμηση της μεταβλητότητας στο σύστημα, η οποία επηρεάζεται από τη ρευστότητα, την κινητικότητα και την ταχύτητα εναλλαγής. Ειδικά μοντέλα διαμορφώνουν οι επενδυτικές τράπεζες, τα funds και οι οίκοι αξιολόγησης, δεν τα δημοσιοποιούν όμως, καθώς πρόκειται για τα βασικά τους συγκριτικά πλεονεκτήματα. Το κοντινότερο σε αυτά μοντέλο είναι αυτό των δεικτών μεταβλητότητας, ενώ ο συνδυασμός τους με τους δείκτες ποσότητας και ταχύτητας χρήματος (M1,2,3), διαμορφώνουν μια αρκετά περιεκτική εικόνα, που απαντά σε πολλά “γιατί”.
O Μάικλ Χάρτνετ, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής της Bank of America, περιέγραψε έξι λόγους για τους οποίους τα χρηματιστήρια συνέχισαν ανοδικά παρά τα θλιβερά οικονομικά δεδομένα.
Σύμφωνα με την ανάλυση οι αγορές θα μπορούσαν να είναι “fake”. Τί σημαίνει αυτό;
Οι παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών, με μαζικά προγράμματα ρευστότητας έχουν στρεβλώσει τις αγορές κρατικών και εταιρικών ομολόγων, ετεροκαθορίζοντας τιμές και αποδόσεις. Συνεπώς, όπως αναφέρει και ο Χάρννετ, “με ποιά λογική θα περίμενε κάποιος να μην αντανακλάται η πραγματικότητα αυτή και στις αγορές μετοχών;
Ενώ οι επενδυτές εξακολουθούν να είναι bearish, ο Hartnett δήλωσε ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προκαλούν «ανήθικο κίνδυνο» αναγκάζοντας τους επενδυτές να αγοράσουν, τις τράπεζες να δανείσουν και εταιρικά ζόμπι να εκδώσουν χρέος.
Η Bank of America παρακολουθώντας την αντίδραση των αγορών από τα πρόσφατα χαμηλά τους έχει θέσει ερωτήματα σχετικά με την απόδοση των μετοχών:”Ποιος θα χρεοκοπήσει;” “Πότε θα ξαναδοκιμάσουν οι αγορές τα χαμηλά;” και “Γιατί το χρηματιστήριο έχει πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα;”
Η ανεργία στις ΗΠΑ πρώτα εκτοξεύθηκε στα ύψη, τώρα άρχισαν να δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και με την άρση του lockdown εκτινάχθηκαν οι λιανικές πωλήσεις. Τα δεδομένα, παρουσιάζονται εδώ, με τη σειρά δημοσίευσης, αιτιολογώντας εν μέρει τις μεγάλες διακυμάνσεις.
Πρόκειται στην πραγματικότητα για επιλογή/εναλλαγή ορίζοντα παρακολούθησης. Οι αγορές λειτουργούν,κατά κανόνα, προεξοφλητικά, όταν όμως τα δεδομένα που ανακοινώνονται διαφέρουν ουσιωδώς από τις αρχικές εκτιμήσεις, μεταβάλλοντας τον ορίζοντα προβλέψεων, τότε οι επενδυτές αναπροσαρμόζουν τις θέσεις τους, με βάσει τα τρέχοντα δεδομένα, προκαλώντας έντονες διακυμάνσεις.
Όπερ σημαίνει ότι η ταχύτερη έναρξη τη διαδικασίας άρσης των περιοριστικών μέτρων στην Ευρώπη, η πρόοδος στις υποψήφιες θεραπείες και τα εμβόλια, συνέβαλλαν στην μεταβολή των δεδομένων, για το βάθος και διάρκεια της κρίσης, προκαλώντας ράλι στις μετοχές. Έπειτα, η μερική διάψευση των προσδοκιών, με την απόσυρση της έγκρισης για δοκιμές με την υδροξυχλωροκίνη, οι ανησυχίες για δεύτερο κύμα ξεσπάσματος του Covid-19 στην Κίνα και η έκταση που λαμβάνει στην κεντρική και νότια Αμερική, ανάγκασαν τους επενδυτές να αναθεωρήσουν, ως υπεραισιόδοξες τις προβλέψεις που έτειναν σε ένα μοντέλο U-shape ανάκαμψης.
Οι δείκτες κλίματος και προσδοκιών, που είχαν υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, λόγω του lockdown που έθεσε σε κάποιου είδους καραντίνα σχεδόν 3,5 δισεκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
Στο μεταξύ όμως, ενώ τα στοιχεία να δείχνουν επιδείνωση, το κλίμα στα τάρταρα και τις προσδοκίες στο ναδίρ, S&P 500 και Dow Jones έγραψαν κέρδη της τάξης του 30% από τα χαμηλά του Μαρτίου, φτάνοντας στις αρχές Μαΐου, οι δείκτες είχαν ανακτήσει το σύνολο των απωλειών του 2020.
Προφανώς και πρόκειται για… παράδοξο, αν όχι παράλογο σκηνικό, αν όλα τ΄άλλα ήταν σταθερά (ceteris paribus). Δεν ήταν όμως.
Οι κεντρικές τράπεζες έχουν ρίξει συνολικά 4 τρισεκατομμύρια δολάρια σε αγορές περιουσιακών στοιχείων, όπως αναφέρει η Bank of America. Την ίδια περίοδο, οι κεφαλαιοποιήσεις των αγορών εκτινάχθηκαν κατά 15 τρισ. δολάρια.
Με βάση τα στοιχεία οι Κεντρικές Τράπεζες πλημμυρίζουν τις αγορές με ρευστόττηα 2,4 δισ. κάθε ώρα! Εν συνεχεία αναμένεται να περιοριστεί στα 608 εκατομμύρια δολάρια ημερησίως.
Ωστόσο, η ανάκαμψη υπολείπεται της πτώσης, ακόμα και σε όρους κεφαλαίου. Ήτοι η τριμηνιαία πτώση, αφαίρεσε από τις κεφαλαιοποιήσεις των αγορών περί τα 30 τρισ. δολάρια, ενώ η εν εξελίξει ανοδική αντίδραση δεν έχει προσθέσει περισσότερα από 20 τρισ.
Επίσης, σύμφωνα με την BofA 2.215 από τις 3.042 παγκόσμιες μετοχές που παρακολουθούν οι σχετικοί δείκτες, παραμένουν σε bear market, που σημαίνει ότι διαπραγματεύονται 20% ή και περισσότερο χαμηλότερα από τα υψηλότερα ιστορικά υψηλά τους επίπεδα.
Υπό την ιστορική οπτική γωνία, κατά τα bear market rallies του 1929, 1938 και το 1974 οι αγορές ενισχύθηκαν κατά μέσο όρο 61% από τα χαμηλά τους. Αυτό σημαίνει ότι το S&P 500 πρέπει να φτάσει στις 3.180 μονάδες.
Στις ΗΠΑ, όμως, το χρηματιστηριακό ράλι είναι αρκετά πολωμένο, καθώς εστιάζεται στις τεχνολογικές και οδηγείται από την ομάδα των FAAMG (Facebook, Apple, Amazon, Microsoft και Google). Η συνολική κεφαλαιοποίηση των FAAMG υπερβαίνει πλέον αυτή της μετοχικής αγοράς της Ευρωζώνης.
Συνεπώς, η μακροπρόθεσμη οπτική παραμένει αρνητική, η βραχυχρόνια είναι θετική, αλλά δοκιμάζει ήδη τα όρια, ενώ για τη στρέβλωση ευθύνονται οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών. Υπάρχει όμως και ένα ακόμη ηθικό ζήτημα: Η απορρόφηση των κραδασμών με κρατικό χρήμα, ήτοι κεφάλαια από τους φορολογουμένους, διευκολύνει τη φυγή κεφαλαίων και τη συσσώρευση ιδιωτικού πλούτου, εκτός των αγορών, όταν οι οντότητες της αγοράς, τράπεζες, εταιρίες επενδύσεων και κράτος, αναγκάζοντας να επενδύσουν και να κινήσουν χρήμα, συνήθως δανεικό με υπερβάλλον ρίσκο, λόγω της έλλειψης προβλεψιμότητας.
Υπ΄αυτό το πρίσμα, τα αρνητικά επιτόκια, φαίνεται ότι αποτελούν ηθικότερο κίνητρο, έναντι της υπερχρηματοδότησης, καθώς στην ουσία αναγκάζει τη λιμνάζουσα ρευστότητα να επανέλθει στο σύστημα, έστω και σε επενδύσεις χαμηλού κινδύνου, συμβάλλοντας έτσι στην αποδέσμευση άλλων κεφαλαίων. Έτσι, εν κατακλείδι, μειώνεται το συνολικό επίπεδο κινδύνου στο σύστημα και διευκολύνεται η επιστροφή στην κανονικότητα.