Σύμφωνα με τα στοιχεία του SIPRI, η Κίνα αύξησε τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά περισσότερο από 800% από το 1992, ακολουθώντας τη διεθνή τάση, στο πλαίσιο του εξυγχρονισμού και της προβολής ισχύος. Φέτος, βάσει του νέο δόγματος του προέδρου Σι Ζινπίνγκ, ως αντίδοτο στην οικονομική ύφεση του κορονοϊού και λόγω της έντασης στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, το Πεκίνο ανακοίνωσε αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 6%.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία οι Κινέζοι δαπάνησαν περίπου 266 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017, ξεπερνώντας τις αμυντικές δαπάνες της Ρωσίας που ανήλθαν στα 64 δισ., αλλά αρκετά πίσω από τις ΗΠΑ ο αμυντικός προϋπολογισμός των οποίων έφτασε στα 719 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η ουσιαστική αναβάθμιση των στρατιωτικών ικανοτήτων της Κίνας, αποτέλεσε όμως και τη βασική αιτία πίσω από την απόφαση του Τραμπ να αποσύρει μονομερώς τις ΗΠΑ από τη Συνθήκη μη εξάπλωσης των πυρηνικών (INF) με τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν επίσημα τον Αύγουστο του 2019. Η Κίνα δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στο INF, αλλά δεδομένης της εγγύτητας της Ρωσίας με την Κίνα, οι κινεζικοί πυρηνικοί πύραυλοι μεσαίας εμβέλειας διαμορφώνουν στρατηγικό μειονέκτημα για τις ΗΠΑ. Ο Τραμπ επομένως προσπαθεί για μια τριμερή συμφωνία με την Κίνα και τη Ρωσία, αλλά η Κίνα δήλωσε πρόσφατα ότι δεν ήταν πρόθυμη να συμμετάσχει σε μια τέτοια πρωτοβουλία.
Η συμφωνία για τις πυρηνικές δυνάμεις ενδιάμεσης εμβέλειας (INF) υπεγράφη στη δεκαετία του 1980 μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ για σκοπούς αφοπλισμού. Αναφέρει λεπτομερώς ότι και οι δύο πλευρές πρέπει να απενεργοποιήσουν τους χερσαίους βαλλιστικούς πυραύλους και τους πυραύλους με εμβέλεια μεταξύ 310 και 3.420 μιλίων