Έντονη είναι τις τελευταίες ημέρες η συζήτηση για την αντίδραση της Ελλάδας στο ενδεχόμενο ερευνών ή/και γεωτρήσεων της Τουρκίας σε θαλάσσια οικόπεδα εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, ήτοι μεταξύ 6 και 12 μιλίων (όπου αυτά υπάρχουν) και αποτελούν τη δυνητική αιγιαλίτιδα ζώνη , βαρύνοντας την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα στο εσωτερικό και διεθνώς, καθώς φαίνεται ότι η Άγκυρα θα επιδιώκει να δημιουργήσει σκηνικό αντίστοιχο με αυτό του Σισμίκ, το 1987, διεκδικώντας όμως κάτι παραπάνω, αυτή τη φορά, από νέες διατυπώσεις.
Η τουρκική στρατηγική στο Αιγαίο είναι σαφής, Επιδιώκεται να συρθεί η Ελλάδα σε συνυποσχετικό για προσφυγή στη Χάγη, πριν προλάβει να υπογράψει την αναγνώριση της ΑΟΖ και των 12 μιλίων στο Ιόνιο με την Ιταλία, την αντίστοιχη ΑΟΖ με την Αίγυπτο και την Κύπρο στο Αιγαίο και ενώ το διεθνές κλίμα ευνοεί τη διμερή επίλυση των ζητημάτων, καθώς υπάρχουν ήδη πολλά ανοιχτά μέτωπα και ουδείς εκ των εταίρων και συμμάχων θα ήθελε να εμπλακεί σε διαμάχες. Η Άγκυρα βέβαια, χρησιμοποιεί και το προσφυγικό ως μοχλό πίεσης προς τους Ευρωπαίους, προκειμένου να περιορίσει τις αντιδράσεις τους, ενώ ενεργοποιεί διαρκώς διαύλους που συμβάλλουν στην υπονόμευση της προοπτικής επίτευξης ενιαίας ευρωπαϊκής θέσης.
Επίσης, καθοριστικό ρόλο σε τέτοιες περιόδους παίζει η θέση και στρατηγική των ΗΠΑ στην περιοχή, η οποία εσχάτως φαίνεται να μεταβάλλεται και μάλιστα ραγδαία, καθώς η ιδιαίτερη σχέση Τραμπ-Ερντογάν, βαραίνει στις αποφάσεις πολιτικής. Αρνητικά για την Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι τώρα, επιδρά και η σχέση Πούτιν-Ερντογάν, καθώς οι πολυεπίπεδοι δεσμοί Τουρκίας-Ρωσίας, περιορίζουν τον δυνητικό αντίκτυπο επιμέρους προστριβών.
Ανάλογου μεγέθους κρίσεις αντιμετώπισε η Ελλάδα το 1976 με το Χόρα και το 1984 με το Σισμίκ. Στη δεύτερη περίπτωση, μάλιστα, όπως αποκαλύφθηκε από τον αποχαρακτηρισμό εγγράφων του State Department, Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν πολύ κοντά σε πολεμική σύρραξη, με τις ΗΠΑ να παρεμβαίνουν υπέρ της Τουρκίας σε όλη τη διάρκεια, τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και παρασκηνιακά. Τα Ίμια, όμως, ήταν ένα πολύ διαφορετικό σενάριο, το οποίο δεν φαίνεται να έχει συνάφεια με τη σημερινή στρατηγική της Τουρκίας.
Σήμερα τα περιθώρια ελιγμών παραμένουν ασφυκτικά, αλλά η συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία, μπορούν να τα βελτιώσουν, ως προς το διπλωματικό σκέλος. Ωστόσο, η Τουρκία έχει επιλέξει τη συγκεκριμένη περίοδο για πολλούς λόγους και ευνοείται επίσης από τη συγκυρία των παράλληλων και αλληλεπικαλυπτόμενων διεθνών κρίσεων, που περιορίζει τη διάθεση και δυνατότητα του διεθνούς παράγοντα να εμπλακεί. Η Άγκυρα επενδύει στις πιέσεις που μπορεί να δεχθεί η Αθήνα, ώστε να δεχθεί διαπραγματεύσεις από διπλωματικά και νομικά αδύναμη θέση.
Νομικά και διπλωματικά, αυτή τη στιγμή, η Τουρκία έχει κάνει βήμα παραπέρα από την Ελλάδα, έχει διμερές μνημόνιο με διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση που καθορίζει υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Η Ελλάδα βρίσκεται σε διαδικασία να το πράξει με Αίγυπτο, Ιταλία και Κύπρο, αλλά δεν το έχει πράξει ακόμα.
Η διαδικασία αυτή είχε δρομολογηθεί με προεδρικά διατάγματα, από την Ελλάδα, με προεδρικά διατάγματα πριν την αποχώρηση του Νίκου Κοτζιά από το υπουργείο Εξωτερικών. Ωστόσο τόσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όσο και η σημερινή της Νέας Δημοκρατίας δεν έκαναν το βήμα, ούτε μέσω κοινοβουλίου, ούτε με τη μορφή των ΠΔ, θέλοντας να αποφύγουν κινήσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μονομερείς ενέργειες. Για τις αποφάσεις αυτές βέβαια, καθοριστικό ρόλο έπαιζε η μέχρι πρότινος διευθύντρια της νομικής υπηρεσίας του υπουργείου Εξωτερικών, η οποία αποπέμφθηκε εσχάτως, ανοίγοντας το δρόμο προς την υπογραφή συμφωνίας με την Ιταλία για τα 12 μίλια στο Ιόνιο.
Γκρίζες… νομικά ζώνες
Όπως σαφώς προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τη σχετική νομολογία (Σύμβαση της Γενεύης 1958, Σύμβαση 1982 Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, Απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας 1969) τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας, παρά τους περί του αντιθέτου νομικά αβάσιμους ισχυρισμούς της Τουρκίας. (Η Τουρκία πάντως μέχρι σήμερα δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση του 1982, οπότε δε δεσμεύεται από αυτήν).
Ως προς την επίλυση της διαφοράς, η Τουρκία επικαλείται την αρχή της ευθυδικίας (equity). Σύμφωνα με την Ελλάδα για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εφαρμόζεται το Διεθνές Δίκαιο (συμβατικό και εθιμικό), στο πλαίσιο του οποίου ο κανόνας της μέσης γραμμής αποτελεί την επικρατούσα αρχή του Δικαίου της οριοθέτησης. Αυτό όμως δεν βεβαιώνεται πάντα από τη διεθνή πρακτική, όπως στην διαμάχη Κολομβίας-Νικαράγουας (Δικαστήριο Χάγης 2012) ή Γαλλίας-Καναδά (1992).
Το άρθρο 2 της Σύμβασης για την υφαλοκρηπίδα καθορίζει inter alia ότι
«τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα είναι ανεξάρτητα της πραγματικής ή πλασματικής κατοχής καθώς επίσης και κάθε ρητής διακήρυξης»
και υπογραμμίζει ότι
«τα κυριαρχικά δικαιώματα είναι αποκλειστικά υπό την έννοια ότι, εάν το παράκτιο κράτος δεν εξερευνά την υφαλοκρηπίδα ή δεν εκμεταλλεύεται τους φυσικούς της πόρους, κανένας δεν μπορεί να αναλάβει τέτοιες δραστηριότητες, ούτε να αξιώσει δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα χωρίς τη ρητή συναίνεση του παράκτιου κράτους».
Με τη νέα Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας εισάγονται δύο νέα κριτήρια που παραμερίζουν τα παλιά.
Το ένα είναι το κριτήριο της αποστάσεως και όχι του βάθους, ενώ
το άλλο είναι το γεωλογικό που παραμερίζει το κριτήριο της δυνατότητας για εκμετάλλευση.
Το άρθρο 76 δίνει τον παρακάτω ορισμό με τις ακόλουθες επεξηγήσεις:
«1. Η υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του που εκτείνεται πέρα της χωρικής του θάλασσας καθ’ όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου του εδάφους μέχρι του εξωτερικού ορίου του υφαλοπλαισίου ή σε μία απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσεις από τις οποίες μετράται το πλάτος της χωρικής θάλασσας όπου το εξωτερικό όριο του υφαλοπλαισίου δεν εκτείνεται μέχρι αυτή την απόσταση».
Τα παραπάνω, αναδεικνύει μεταξύ άλλων σε σχετική μελέτη του και ο Δρ Στυλιανός Πολίτης, αντιναύαρχος εα, ενώ πιστοποιούνται και από σχετική διεθνή βιβλιογραφία.
Στη μέση του πουθενά
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πιστοποιούν τα παραπάνω δεν είναι τίποτε περισσότερο από τη συνθετότητα του ζητήματος, που το καθιστά εν τέλει λιγότερο νομικό και περισσότερο πολιτικό και διπλωματικό, καθώς οι αποφάσεις λαμβάνονται από συνθέσεις δικαστηρίων που έχουν -ανά περίοδο- συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, έχουν δείξει να υιοθετούν συγκεκριμένη νομολογία και προσεγγίζουν τα θέματα από διαφορετική οπτική γωνία.
Συνεπώς, το ζήτημα δεν περιορίζεται στη νομική οχύρωση, αλλά επεκτείνεται και κυρίως εναπόκειται στη διαμόρφωση του νομικού πλαισίου και των πολιτικών ισορροπιών που μπορούν να ευνοήσουν συγκεκριμένη ανάγνωση του διεθνούς δικαίου και της σύμβασης της θάλασσας. Είναι επίσης και διπλωματικό, καθώς ρόλο παίζει -για τη διαμόρφωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας- ο τρόπος που οδηγούνται οι χώρες στη διεθνή διαιτησία και τα ζητήματα που τίθενται υπό κρίση στο σχετικό συνυποσχετικό που υπογράφουν, αναγνωρίζοντας την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου.