Βαρύ είναι το τίμημα που ζητά η DG Comp από τη Lufthansa προκειμένου να εγκρίνει τη διάσωση της από τη γερμανική κυβέρνηση, σε ένα σχέδιο που αποτιμάται στα 9 δισ. και που περιλαμβάνει δάνεια και αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες η Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν ζητά από τη γερμανική αεροπορική εταιρία να πουλήσει ή ακόμα και να παραχωρήσει κορυφαία slots, πτήσεις εσωτερικού και αεροσκάφη με έδρα τη Γερμανία.
Τα slots των αεροδρομίων, οι θύρες δηλαδή επιβίβασης και αποβίβασης στα αεροδρόμια, αποτελούν από τα πλέον ισχυρά περιουσιακά στοιχεία των αεροπορικών εταιριών, καθώς υπενοικιάζονται και παράγουν εισόδημα, ενώ η αξία τους είναι αντίστοιχη με την κίνηση των αεροδρομίων και ως εκ τούτου συνεισφέρει και στον ισολογισμό.
Παραδοσιακά, τα slots βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας των περιουσιακών στοιχείων που ζητούν αρχές να παραχωρηθούν προκειμένου να εγκρίνουν συγχωνεύσεις, έτσι ώστε να μην υπάρξει υπερσυγκέντρωση που θα μπορούσε να υπονομεύσει τον ανταγωνισμό και να οδηγήσει σε μονοπωλιακού τύπου αγορές.
Το σχέδιο διάσωσης
Στο πλαίσιο της έως τώρα μεγαλύτερης κρατικής διάσωσης στη Γερμανία, η κυβέρνηση θα αποκτήσει το 20% της Lufthansa, με ανοικτό το ενδεχόμενο το μερίδιο να υποχωρήσει στο 5% συν μία μετοχή στην περίπτωση που γίνει απόπειρα εξαγοράς του αερομεταφορέα, με βασική επιδίωξη της κυβέρνησης να προστατευθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Οι συζητήσεις μεταξύ της Lufthansa και της γερμανικής κυβέρνησης διήρκεσαν αρκετές εβδομάδες για τους όρους της κρατικής διάσωσης που διασφαλίζει την επιβίωση του αερομεταφορέα μπροστά σε συνθήκες παρατεταμένης επιβράδυνσης της τουριστικής δραστηρότητας. «Αγκάθι» στις συζητήσεις αποτελούσε το ποσοστό που θα περνούσε στον έλεγχο του γερμανικού κράτους.
Μπορεί τις τελευταίες δεκαετίες η γερμανική κυβέρνηση να ιδιωτικοποίησε μεγάλο αριθμό εταιρειών, παραμένει όμως βασικός μέτοχος σε πρώην κρατικά μονοπώλια, όπως τα Γερμανικά Ταχυδρομεία και η Deutsche Telekom. Παράλληλα, διατηρεί μερίδιο 15% στην Commerzbank.
Η συμφωνία διάσωσης της Lufthansa θα πρέπει να εγκριθεί από τους μετόχους και να λάβει και το «πράσινο φως» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.