Θολό παραμένει το τοπίο για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στον Έβρο, επ αφορμής της τουρκικής κατάληψης περιοχής 16 στρεμμάτων στην κοίτη του ποταμού, αμφισβητώντας το ακριβές όριο των συνόρων. Η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε διάβημα διαμαρτυρίας, ενώ σε δηλώσεις του ο υπουργός Εξωτερικών είχε επιχειρήσει να υποβαθμίσει το ζήτημα σε “διαδικαστικό”.
Η εν εν γένει άτονη επικοινωνιακά αντίδραση, παραπέμπει σε προσπάθεια low key διπλωματικής διαχείρισης από την κυβέρνηση, στρατηγική που είχε προαναγγείλει με συνέντευξη του στην ΕΡΑ ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας.
Στόχος ετης κυβέρνησης είναι να αποφευχθεί κλιμάκωση της τουρκικής πίεσης και μια ενδεχόμενη προσπάθεια συσχέτισης του θέματος με άλλα ανοιχτά μέτωπα, όπως παραδοσιακά επιχειρεί η Άγκυρα. Σε αυτό το πλαίσιο το Μαξίμου, φαίνεται ότι άσκησε την επιρροή που διαθέτει στα media, περιορίζοντας την έκταση που δίδεται στο θέμα, έτσι ώστε να μην αναβαθμιστεί σε σημείο πολιτικής πίεσης προς την κυβέρνηση, τη στιγμή που διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη. Άλλωστε, για τον ίδιο λόγο ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποφύγει να έρθει σε επαφή με τον Ταγίπ Ερντογάν.
Η κάλυψη των media τόσο σε κεντρικό, όσο και σε τοπικό-περιφερειακό επίπεδο παραμένει ελλειμματική και αποσπασματική, ενώ επίσημη ενημέρωση από τα υπουργεία Άμυνας, Εξωτερικών ή τον κυβερνητικό εκπρόσωπο δεν υπάρχει. Αμήχανη και καθυστερημένη είναι και η αντίδραση της αντιπολίτευσης, με τους αρμόδιους για τον τομέα Άμυνας βουλευτές να απευθύνουν δημόσια κοινή δήλωση μόλις το βράδυ της Παρασκευής, μετά από δημοσίευμα της αγγλικής σκανδαλοθηρικής “Sun” που έκανε, πρώτη, λόγο για εισβολή και κατοχή ελληνικού εδάφους, παρουσιάζοντας μάλιστα και σχετικό χάρτη.
Αργά χθες το βράδυ το γραφείο Τύπου του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια εξέδωσε μια μάλλον ασαφή απάντηση, λέγοντας:
«Τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα σοβαρότητα»
απευθυνόμενο στην κοινή δήλωση των τομεαρχών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Εξωτερικών Γιώργου Κατρούγκαλου και Εθνικής Άμυνας Θοδωρή Δρίτσα.
Επίσης, σημειώνει πως
«ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, στη ραδιοφωνική του συνέντευξη, η οποία δεν έγινε την Πέμπτη 21/5, αλλά την Τετάρτη 20/5, αναφέρθηκε όχι στο ποια ήταν, αλλά στο ποια θα έπρεπε να ήταν η στάση της Τουρκίας, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων: “Διότι ξέρετε, οι δίαυλοι, μπορεί να υπάρχουν, αλλά πρέπει κι από την άλλη πλευρά να υπάρχει καλή θέληση ν’ ακούσουν αυτά που θέλουμε να τους πούμε”». Υπογραμμίζει πως «στην πραγματικότητα επίσης, ουδείς υποβάθμισε το ζήτημα στον Έβρο».
Το σκηνικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “χερσαία Ίμια”, καθώς η τακτική των Τούρκων είναι παρόμοια, μόνο που αυτή τη φορά ήταν η Ελλάδα που έδωσε το έναυσμα. ξεκινώντας διαδικασίες κατασκευής φράχτη με ελλιπή προετοιμασία και για την απάντηση της Τουρκίας. Μάλιστα, στην περιοχή φαίνεται ότι οι Τούρκοι έριξαν προειδοποιητικέ βολές στον αέρα.
Με δεδομένο ότι τον προηγούμενο καιρό τουρκικά περίπολα έβαλαν ακόμα και κατά της Frontex, προκαλώντας την αντίδραση του Βερολίνου, είναι προφανές, ότι η προετοιμασία του ΓΕΣ και του ΥΕΘΑ ήταν ελλιπής και προβληματική, παραβλέποντας μείζονα ζητήματα και χωρίς σενάρια εξελίξεων. Οι υψηλοί τόνοι που υιοθέτησε και η Ελλάδα, απαντώντας στην Τουρκία στα περιστατικά που σημειώθηκαν στον Έβρο και η εξαγγελία για την ενίσχυση οχυρωματικών έργων, χωρίς ταυτόχρονη στρατηγική κάλυψης για τη διεξαγωγή τους, έδωσαν στην Τουρκία τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την κινητικότητα και να στήσει επεισόδιο.
Πλέον, η αντίδραση της Ελλάδας με διάβημα διαμαρτυρίας, εγείρει άλλου είδους, νομικά ζητήματα. Η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να δει το περιστατικό στον Έβρο ad hoc και αποκομμένο από την γενικότερη εικόνα της τουρκικής συμπεριφοράς. Η στρατηγική αυτή, όμως, δεν είναι αεροστεγής, καθώς δεν είναι σαφής η στάση της Άγκυρας, ενώ ακόμα και νομικά, το διάβημα και η δυναμική που δημιουργεί θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διεύρυνση του ζητήματος.
Το Crisis Monitor έχει επισημάνει το γεγονός και τις ενδεχόμενες επιπλοκές που θα μπορούσαν να προκληθούν, σε νομικό επίπεδο από τις κινήσεις της Αθήνας.
Το χρονικό
Από τα πρώιμα στοιχεία προκύπτει ότι η αφορμή για τη νέα έξαρση της τουρκικής προκλητικότητας ήταν η μελέτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού για την επέκταση του φράγματος του Έβρου. Πριν περίπου μια εβδομάδα όταν κλιμάκιο τοπογράφων της ΓΥΣ επιχείρησε στην περιοχή με μηχανήματα προκειμένου να οριοθετήσουν τα σημεία όπου θα μπει ο φράκτης.
Λίγες μέρες αργότερα στην περιοχή έφτασε δύναμη περίπου δέκα ατόμων της τουρκικής στρατοχωροφυλακής, τα οποία φέρονται να έστησαν σκηνή από την τουρκική πλευρά των συνόρων.
Σε πρώτη φάση οι Τούρκοι παρατηρούσαν τις εργασίες που γίνονταν και όσο περνούσαν οι μέρες αύξαναν τον αριθμό των ατόμων, με συνέπεια να έχουν φτάσει να βρίσκονται εκεί περίπου 25 άτομα, από τα οποία 15 ανήκουν στην στρατοχωροφυλακή (αστυνομία) και 10 στρατό.
Στο μεταξύ κατέφθασαν στην περιοχή και από την τουρκική πλευρά στελέχη της αντίστοιχης γεωγραφικής υπηρεσίας, σε μια προσπάθεια να προσδώσουν κάποια νομιμοποίηση και πρόφαση για ότι έμελλε γενέσθαι.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι η περιοχή, όταν υποχωρούν τα νερά του ποταμού, χρησιμοποιείται για πέρασμα μεταναστών. ΟΙ Τούρκοι, όμως, ισχυρίζονταν στις συζητήσεις που ξεκίνησαν βάσει συγκεκριμένων διαδικασιών που ακολουθούνται σε αντίστοιχες περιπτώσεις, ότι εκεί που οριοθετούσαν τα σύνορα οι Έλληνες τοπογράφοι ήταν δικό τους έδαφος.
Η ελληνική πλευρά αντέτεινε χάρτες του 1923, τους οποίους η τουρκική επιχείρησε να αντικρούσει μέσω τυ Google Maps και πρόσφατων αεροφωτογρφιών.
Εν συνεχεία, τα πρόχειρα camp άρχισαν να αποκτούν πιο σταθερή βάση και οι Τούρκοι, αντιλαμβανόμενοι πλέον ότι υπήρχε πρόσφορο έδαφος για αντιπαράθεση, διέθεταν το στρατηγικό πλεονέκτημα και είχαν την πολιτική δυνατότητα εκμετάλλευσης του γεγονότος, έφτασαν στο σημείο να υψώσουν ακόμα και σημαία.