Χρήση του κεφαλαιακού αποθέματος των 34 δισ. από την κυβέρνηση για την αντιμετώπιση προβλημάτων ρευστότητας τους προσεχείς μήνες προδιαγράφει στην έκθεσή της η Κομισιόν, επισημαίνοντας παράλληλα ότι ενδεχόμενη παράταση της κρίσης και των συνθηκών lock down μετά τον Μάιο μπορεί να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη χρήση του “μαξιλαριού”.
Σύμφωνα με την έκθεση, η δημοσιονομική εξυγίανση των προηγουμένων ετών φέρνει την Ελλάδα σε καλύτερη θέση, ώστε να διαχειριστεί αυτόνομα τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, τις οποίες θα καλύψει αξιοποιώντας κεφάλαια από το “μαξιλάρι” και με νέες εκδόσεις ομολόγων, δεδομένου ότι το 2020 ο προϋπολογισμός θα είναι ελλειμματικός, λόγω της κρίσης, ενώ αναμένεται να επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2021.
Καταγράφοντας την αντίδραση της Ελλάδας στην πανδημία, η έκθεση σημειώνει ότι η κυβέρνηση «προσάρμοσε τις προτεραιότητες πολιτικής με υπεύθυνο τρόπο, κινητοποιώντας σημαντικά μεγέθη εισοδηματικής στήριξης και μέτρα παροχής ρευστότητας εγκαίρως και διατηρώντας ταυτόχρονα τις δεσμεύσεις της στις μεταρρυθμίσεις που θα στηρίξουν την ανάκαμψη όταν υποχωρήσει η διαταραχή που συνδέεται με την πανδημία».
Επιχειρώντας να αποτυπώσει τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, η έκθεση ενσωματώνει τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν, εστιάζοντας στο πλήγμα που θα υποστούν ο τουρισμός και η ναυτιλία. Έτσι, εκτιμά ότι η ύφεση φέτος θα κινηθεί πέριξ του 10% και η ανεργία θα υπερβεί το 20%. Η Κομισιόν δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο κόστος διαχείρισης του μεταναστευτικού, με τις ροές να έχουν αυξηθεί κατά 46% το 2019 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Όπως αναφέρει στην έκθεσή της η Κομισιόν, η Ελλάδα έχει λάβει εγκρίσεις από τις επιτροπές του ESM για την αλλαγή χρήσης των 15,7 δισ., που αποτελούσαν εχέγγυα για την αποπληρωμή του χρέους. Όπερ σημαίνει ότι πλέον τα εν λόγω κεφάλαια μπορούν να χρηματοδοτήσουν και τρέχουσες ανάγκες της οικονομίας, δεδομένου ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες για το χρέος ανέρχονται στα 8,1 δισ. για το 2020 και περίπου στα 10 δισ. για το 2021.
Εν κατακλείδι, η Κομισιόν εγκρίνει την εκταμίευση των ANFA’s και SNP’s, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ρευστότητας στα κρατικά ταμεία, τα οποία όπως σημειώνει η έκθεση θα κληθούν να απορροφήσουν κραδασμούς και στο τραπεζικό σύστημα.
Κοκτέιλ μολότοφ: Αγορές, μαξιλάρι και τράπεζες
Η ελληνική κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές ότι θα διατηρήσει την παρουσία της στις αγορές, αντλώντας επιπλέον ρευστότητα, ώστε να μην εξαντλήσει τα αποθεματικά. Βέβαια, η Κομισιόν αναφέρει ότι τα spreads εκτινάχθηκαν λόγω της κρίσης του κορονοϊού και παραμένουν αυξημένα, εν συγκρίσει με τα χαμηλά τους, παρά την παρέμβαση της ΕΚΤ. Αυτή η διαπίστωση θα μπορούσε να είναι ενδεικτική βαθύτερων παθογενειών της ελληνικής οικονομίας οι οποίες οξύνονται λόγω της κρίσης, ή και αποτέλεσμα των καθυστερήσεων στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων.
Η Επιτροπή αναφέρει ότι ήδη έχει ξεκινήσει η υλοποίηση δεσμεύσεων που αφορούν το δεύτερο εξάμηνο του 2020. Ωστόσο αναδεικνύει τη σημασία της μεταρρυθμίσεων που έχουν καθυστερήσει, μεταξύ άλλων στον χρηματοπιστωτικό τομέα, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη βιώσιμη ανάκαμψη.
Όπως αναφέρεται, η πανδημία επιδεινώνει τις ανισορροπίες που κληρονόμησε ο τραπεζικός κλάδος από την προηγούμενη κρίση. Η Επιτροπή αναδεικνύει την ανάγκη αναστολής της νομοθεσίας σχετικά με τον αναβαλλόμενο φόρο (διαφορετικά, σε περίπτωση που η χρήση του 2020 είναι ζημιογόνος, οι τράπεζες θα πρέπει να προχωρήσεις σε μεγάλε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου). O ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων επιταχύνθηκε το 2019 (υποχώρησαν στα 68,5 δισ. ευρώ στο τέλος του έτους) και η ρευστότητα των τραπεζών, που βελτιώθηκε πέρυσι, παραμένει «ανθεκτική», χάρη και στη στήριξη της ΕΚΤ. Η νέα ύφεση ωστόσο θα οδηγήσει σε αύξησή των κόκκινων δανείων και θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στη δευτερογενή αγορά διαχείρισής του, προειδοποιεί η Επιτροπή, σημειώνοντας ότι αυτό αυξάνει «την πίεση για αναδιαρθρώσεις» μέσω εσωτερικών διαδικασιών.
Η Κομισιόν σημειώνει την υπο-εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) το 2019, υπογραμμίζοντας την “ζωτικής σημασίας” αξιοποίησης των κοινοτικών πόρων για την επιτάχυνση της ανάκαμψης.
Τέλος, σύμφωνα με την έκθεση, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου τον Ιανουάριο του 2020 έφταναν τα 1,3 δισ. ευρώ, 69 εκατ. ευρώ περισσότερα από το Δεκέμβριο και και 340 εκατ. ευρώ περισσότερο από το οποίο στο οποία οι ελληνικές αρχές είχαν δεσμευθεί να τα μειώσουν. Η κυβέρνηση, σημειώνεται, επεξεργάζεται σύστημα για την αποπληρωμή του 15% αυτού του ποσού όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν. Επίσης, υπογραμμίζεται ότι η κυβέρνηση δεν παρείχε επαρκή στοιχεία για τα νέα ληξιπρόθεσμα.