Λες και οι πιέσεις στον συνεκτικό ιστό της Ευρώπης δεν είναι ήδη αρκετές, ενώ οι αντιξοότητες επιμένουν, η ανάγκη των πολιτικών να “σώσουν οτιδήποτε αν σώζεται” μπροστά στην οικονομική κρίση που ακολουθεί τον COVID-19, τους ωθεί σε μια νέα μορφή οικονομικού εθνικισμού, τον… γαστρονομικό!
Οι συνθήκες που διαμορφώνονται πλέον τείνουν να υποσκάψουν τα θεμέλια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στην ΕΕ και στρώνουν, παράλληλα, το έδαφος για την ανάπτυξη του γαστρονομικού εθνικισμού, με επιπτώσεις που είναι αδύνατο να προβλεφθούν σε αυτή τη φάση, δημιουργούν τα παρατεταμένα lockdown και οι πιέσεις που δέχονται εσωτερικά οι κυβερνήσεις.
Αν και ουσιαστικές επιπτώσεις στους δείκτες ασφάλειας και επάρκειας τροφίμων στην ΕΕ δεν έχουν παρατηρηθεί, εξαιτίας του κορονοϊού και ο πληθωρισμός τροφίμων δεν δείχνει να επηρεάζεται από τη νέα πραγματικότητα, εν τούτοις το πλήγμα που δέχονται οι αγρότες από τη ραγδαία μείωση των εξαγωγών και τον περιορισμό της ζήτησης, λόγω του lockdown, αναγκάζουν τις κυβερνήσεις να επενδύσουν πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο στη στήριξή τους.
Ήδη, η Κομισιόν έχει εγκρίνει αρκετά πακέτα στήριξης προς τον πρωτογενή τομέα, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις επιπτώσεις και τον αντίκτυπο του COVID-19, εγείροντας ταυτόχρονα ερωτηματικά για την επόμενη ημέρα και την προοπτική όξυνσης των ανισοτήτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Παράλληλα, σε πολλές χώρες, προεξάρχουσας της Γαλλίας, κυβερνητικά στελέχη και παράγοντες προωθούν τον γαστρονομικό εθνικισμό ως “αντίδοτο” στην υφιστάμενη κρίση, αγνοώντας ή παραβλέποντας τις συνέπειες εδραίωσης αυτής της νοοτροπίας για την ΕΕ. Στην πραγματικότητα, ο κορονοϊός αποτελεί μια αφορμή για την εκδήλωση ευρωσκεπτικιστικών ενστίκτων και τάσεων που μέχρι τώρα είτε καλύπτονταν, είτε συγκαλύπτονταν, ή ενδεχομένως δεν έβρισκαν ευήκοα ώτα.
Τώρα όμως, η δυναμική που δημιουργείται από την υγειονομική κρίση, το νέο κύκλο οικονομικής καχεξίας, που για πολλές χώρες διαψεύδει προσδοκίες και για άλλες αποτελεί αποτελεί πλήγμα, Ορισμένες κυβερνήσεις φαίνεται ότι εκμεταλλεύονται την πανδημία για να προωθήσουν μια ατζέντα προστατευτισμού που εξισώνει την κατανάλωση τοπικών προϊόντων με τον πατριωτισμό, ενώ την ίδια στιγμή άλλες χώρες προειδοποιούν ότι αυτό το είδος γαστρονομικού εθνικισμού απειλεί την ενιαία αγορά της ΕΕ.
“Ζητώ τον πατριωτισμό των τροφίμων, για τον αγροτικό πατριωτισμό “, δήλωσε ο υπουργός Γεωργίας της Γαλλίας Didier Guillaume στο ραδιόφωνο την προηγούμενη εβδομάδα, προτρέποντας τους πολίτες να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των Γάλλων αγροτών αγοράζοντας γαλλικές φράουλες και ντομάτες, έναντι των ισπανικών αν και είναι πιο ακριβές.
Άλλες χώρες το έχουν τραβήξει περισσότερο από τη Γαλλία. Η πολωνική κυβέρνηση, για παράδειγμα, εφάρμοσε τακτική “name and shame” καταδεικνύοντας αρνητικά 15 εγχώριες μεταποιητικές μονάδες τροφίμων για την εισαγωγή γάλακτος από άλλες χώρες της ΕΕ, έναντι της αγοράς από πολωνικές φάρμες.
Εν τέλει, μετά και από εσωτερικές αντιδράσεις, η πολωνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποσύρει τη λίστα με τις 15 βιομηχανίες που εισήγαγαν γάλα από την ΕΕ στο πρώτο τρίμηνο. Ωστόσο, μετά εξέδωσε δήλωση εγκαλώντας τις επιχειρήσεις αυτές για ελλιπή πατριωτισμό.
Η Επιτροπή, στο μεταξύ, έχει εγκρίνει έκτακτα πακέτα στήριξης για την ενίσχυση των τομέων που επλήγησαν από την κρίση του ιού κοροναϊού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι αγρότες. Η χαλάρωση όμως των περιορισμών για τις κρατικές επιδοτήσεις, αντί να ενισχύσει την ευρωπαϊκή συνοχή, σε αυτή τη φάση, φαίνεται ότι την υπονομεύει και μάλιστα ενεργητικά.
Στην Αυστρία, η υπουργός Γεωργίας Elisabeth Köstinger ανακοίνωσε την Τρίτη ότι η κυβέρνηση εργάζεται για ένα «περιφερειακό επίδομα» για τα τρόφιμα. Τα τοπικά τρόφιμα θα λάβουν στήριξη στο πλαίσιο της ενίσχυσης των τομέων που επλήγησαν από την κρίση του κορονοϊού, ανέφεραν αυστριακά μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο, η κυβέρνηση σημειώνει επίσης ότι θα πρέπει να διασφαλίσει ότι αυτό δεν αντιβαίνει το διεθνές εμπόριο και τα πρότυπα της ΕΕ.
Από τον Μάρτιο, η γαλλική κυβέρνηση βρίσκεται σε συνομιλίες με τα σούπερ μάρκετ της χώρας για την αγορά τοπικών φρέσκων τροφίμων. Ως αποτέλεσμα, οι μεγαλύτερες γαλλικές αλυσίδες λιανικής, όπως οι Carrefour και E.Leclerc, έχουν αλλάξει σχεδόν όλες τις προμήθειές τους σε τοπικά αγροκτήματα.
Η τάση αυτή παρατηρείται και στη Μεγάλη Βρετανία, με την πρόεδρο της Εθνικής Ένωσης Αγροτών της Αγγλίας και της Ουαλίας Minette Batters να δηλώνει ότι ζήτησε από τη Βουλή των Κοινοτήτων να απευθυνθεί στην κυβέρνηση για να πιέσει έτσι ώστε το 100% των αναγκών να καλύπτεται από την εσωτερική παραγωγή.
Παρόμοιες κινήσεις έχουν γίνει από την Πορτογαλία, την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, όπως επισημαίνει σε δημοσίευμά του το Politico.
Αυτή η εσωτερική στροφή ανάγκασε ισχυρές προσωπικότητες και θεσμικούς παράγοντες να εγείρουν ερωτηματικά για τις συνέπειες στον ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά της ΕΕ
Η Γερμανίδα υπουργός Γεωργίας Τζούλια Κλόκνερ προειδοποίησε τους συναδέλφους της υπουργούς πριν από μια τηλεδιάσκεψη την Τετάρτη κατά του «εθνικισμού των καταναλωτών», τονίζοντας ότι οι χώρες της ΕΕ πρέπει να απέχουν από την εφαρμογή προστατευτικών πολιτικών για να βοηθήσουν τις οικονομίες τους να ανακάμψουν.
Οκτώ χώρες της ΕΕ έχουν επωφεληθεί από τους προσωρινά χαλαρούς κανόνες ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να δεσμεύσουν τους αγρότες τους συνολικά περισσότερα από 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ σε κρατική ενίσχυση, σύμφωνα με τον Επίτροπο Γεωργίας της ΕΕ Janusz Wojciechowski.
Αλλά ο ίδιος ο Wojciechowski είπε αργότερα στους δημοσιογράφους: “Πρέπει να παρακολουθούμε την κατάσταση, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μην είναι καλό για τον θεμιτό ανταγωνισμό, για την κοινή αγορά.”
Όλοι οι αγρότες της ΕΕ επωφελούνται ήδη από τους πιο χαλαρούς αντιμονοπωλιακούς κανόνες για τον καθορισμό τιμών και τη διαμόρφωση καρτέλ από άλλες βιομηχανίες, αλλά υπάρχει κίνδυνος, ορισμένοι λένε,
ότι οι κρατικές ενισχύσεις που προέρχονται από πλουσιότερες χώρες θα οδηγήσουν σε μια ακόμη πιο έντονη διαφορά μεταξύ της σχετικής ανταγωνιστικότητας των αγροτών σε ολόκληρο το μπλοκ.
Οι Βρυξέλλες έχουν δώσει το πράσινο φως σε πολλά πακέτα κρατικών ενισχύσεων, όπως τα 30 εκατομμύρια ευρώ για τους Φινλανδούς αγρότες, πάνω από 35,5 εκατομμύρια ευρώ για τους Λετονούς και ένα σύστημα εγγύησης δανείων 100 εκατομμυρίων ευρώ για τις ιταλικές γεωργικές ΜμΕ.
Μια από τις μεγαλύτερες εγγυήσεις που ενέκρινε η Επιτροπή είναι ένα πακέτο 650 εκατομμυρίων ευρώ στις Κάτω Χώρες, για να βοηθήσει τους παραγωγούς λουλουδιών, τους πατατοπαραγωγούς και τα λαχανικά.