Κυβέρνηση κεντρο-ακροδεξιού συνασπισμού απέκτησε πριν από λίγο το Ισράηλ, τερματίζοντας μιας από τις μακρύτερες περιόδους πολιτικής αστάθειας που έχει βιώσει η χώρα, η οποία διήρκεσε 500 ημέρες και περιλάμβανε και τρεις διαδοχικές πολιτικές αναμετρήσεις.
Οι δύο βασικοί διεκδικητές της εξουσίας, ο ακροδεξιός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου και ο κεντροδεξιός πρώην υπουργός Άμυνας Μπένυ Γκάντζ. Η νέα κυβέρνηση που περιλαμβάνει 36(!) υπουργούς και 16 αναπληρωτές, ορκίστηκε πριν από λίγο ενώπιον του Ισραηλινού Κοινοβουλίου, το Κνεσέτ.
Η νέα κυβέρνηση, που έχει πλέον μια τριετία μπροστά της, είναι αποτέλεσμα πολιτικού συμβιβασμού, σύμφωνα με τον οποίο Ντανιάχου και Γκαντζ θα αναλάβουν πρωθυπουργοί για 18 μήνες έκαστος, με τον άλλο να τοποθετείται αναπληρωτής πρωθυπουργός, θέση που σχηματίστηκε για πρώτη φορά τώρα στο Ισραήλ.
Πρόκειται για μια πολιτικά ετερόκλητη κυβέρνηση, με περισσότερες αντιθέσεις παρά συγκλίσεις, οι οποίες υποτιμούνται πίσω από τον πολιτικό προσδιορισμό των κομμάτων ως κεντροδεξιού και κεντρώου. Μπορεί η συντηρητικοποίηση της ισραηλινής κοινωνίας να είναι γεγονός, ωστόσο οι πολιτικές αποχρώσεις στο εσωτερικό παραμένουν έντονες. Ακόμα και στα ζητήματα της ασφάλειας οι διαφοροποιήσεις είναι τεράστιες, ενώ στα θέματα δικαιωμάτων, τα θρησκευτικά και την αντιμετώπιση των Παλαιστινίων απαντώνται εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις.
Οι δύο πρωθυπουργοί
Ο Νετανιάχου του αυτοπροσδιορίζεται ως δεξιός, είναι επικεφαλής του Λικούντ, το οποίο έχει διολισθήσει πολιτικά προς την ακροδεξιά, υιοθετώντας πρόσωπα, δηλώσεις και πολιτικές από τα πλέον ακραιφνή δεξιά κόμματα του Ισραήλ, καθώς ο επικεφαλής του αγωνιζόταν για την πολιτική και προσωπική του επιβίωση, υπό το βάρος ποινικών διώξεων για διαφθορά και κακοδιαχείριση, κατά του ίδιου και της συζύγου του, Σάρα. Ο ρόλος μάλιστα της συζύγου του Νετανιάχου αποτέλεσε αιτία ρήξης με συμμάχους του, καθώς και μείζον υποβόσκον ζήτημα την πολιτική αντιπαράθεση επί αρκετό καιρό.
Ο κεντρώος Μπένι Γκάντζ, χαρακτηρίζεται εν γένει μετριοπαθείς, για τα ισραηλινά μέτρα, δεδομένου ότι έχει υπάρξει και αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας της χώρας του. Ο Γκαντζ ηγείται της Γαλάζιας-Λευκής συμμαχίας, η οποία κινείται στην κεντροδεξιά, έχοντας ενσωματώσει πολιτικούς και μικρότερα κόμματα και από τον χώρο της Αριστεράς.
Ο “μπαρουτοκαπνοσμένος” Γκαντζ, που εξελέγη με τη δέσμευση να μην συνεργαστεί με τον Νετανιάχου, λόγω των ποινικών διώξεων που αντιμετωπίζει, άλλαξε τη θέση του τρεις εβδομάδες μετά τις εκλογές, υπό την πίεση του εντεινόμενου πολιτικού αδιεξόδου και των επιπτώσεων της πανδημίας του κορονοϊού.
Ο κεντρώος Γκαντζ, -αριστεριστής κατά τον Νετανιάχου- αν και νέος στην πολιτική είναι αρκετά έμπειρος, με μεγάλη προσωπική και στρατιωτική διαδρομή και έχει επιδείξει τρομερή ανθεκτικότητα, ένστικτο επιβίωσης και ήταν πάντα ο ευνοημένος αντίξοων καταστάσεων.
Ο Γκαντζ, δέκα χρόνια νεότερος από τον Νετανιάχου, γεννήθηκε σε συνεργατικό αγροτικό χωριό (κοοπερατίβα) στο Κφαρ Αχίμ, που ίδρυσαν μετανάστες, ενώ οι γονείς του ήταν επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος.
Η στρατιωτική του εξέλιξη, μέσα από μάχες, σπουδές και κρίσιμες θέσεις στις ΗΠΑ και στην ισραηλινή ιεραρχία, έχει πολλές αμφιλεγόμενες στιγμές, επικίνδυνες αποστολές και στρατηγικές ρήξεις, όπως με τον συγκυβερνήτη του, πλέον Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Οι σχέσεις των δυο ανδρών έχουν περάσει από “σαράντα κύματα”, καθώς η μετεξέλιξη του Γκαντζ από στρατιωτικό στέλεχος σε πολιτικό ηγέτη προκάλεσε την αντίδραση του Νετανιάχου, οποίος αναγκάστηκε αρχικά να τον αποδεχθεί ως υπουργό Άμυνας και εν τέλει ως συγκυβερνήτη, αν και στο ενδιάμεσο αντάλλαξαν βαριές κουβέντες.