Σκληρή ανακοίνωση για την απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, εξέδωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECJ), σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει την τάξη και δείχνοντας ενόχληση από την έμμεση προσπάθεια αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του.
Η ρητορική και τα νοήματα που επιλέγει να περάσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά, αλλά απαιτούν προσεκτική και συγκριτική πολλές φορές ανάγνωση. Στο ανακοινωθέν που εξέδωσε η υπηρεσία Τύπου και Πληροφοριών του ΔΕΕ, καθίσταται σαφές ότι δεν σχολιάζει τις αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων.
Αποδίδοντας πολιτικά, μάλιστα, το ανακοινωθέν του ΔΕΕ, αυτό συνοψίζεται ως εξής: Επικίνδυνες οι αποφάσεις για ευρωπαϊκά θέματα από εθνικά δικαστήρια, είναι ανεύθυνες γιατί διακυβεύουν τη συνοχή της ΕΕ. Μόνο το ΔΕΕ έχει δικαιοδοσία, τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να υπακούν.
Η αλληλουχία προτάσεων, που ακολουθεί δεν αποτελεί ελιγμό, αλλά σαφή τοποθέτηση υπεράνω, έννοια που νομικά αποδίδει την ιεραρχία και ως εκ τούτου την απόλυτη εξουσία:
«η Διεύθυνση Επικοινωνίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγινε αποδέκτης πολλών ερωτημάτων σχετικά με την απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 2020 με αντικείμενο το πρόγραμμα PPSP της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι υπηρεσίες του θεσμικού οργάνου ουδέποτε σχολιάζουν απόφαση εθνικού δικαστηρίου».
Σύμφωνα με το κείμενο του ανακοινωθέντος, το ECJ επικαλείται μοναδική αρμοδιότητα σε Ευρωπαϊκά και διακρατικά ζητήματα, ανακαλεί -με τη νομική έννοια- κράτη και θεσμούς στην τάξη, ενώ αναγνωρίζει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου δύναται να εγείρει ζήτημα συνοχής της ΕΕ.
Στο ανακοινωθέν γίνεται επίκληση του κανόνα ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, υπό τον οποίο λαμβάνει απόλυτη δικαιοδοσία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ενώ επισημαίνεται η αρχή της δεσμευτικότητας των προδικαστικών του αποφάσεων, έναντι των εθνικών δικαστηρίων.
Ειδικότερα, το ΔΕΕ αναφέρει ότι
“Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο, το οποίο ιδρύθηκε από τα κράτη μέλη για τον σκοπό αυτόν, είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει ότι μια πράξη θεσμικού οργάνου της Ένωσης είναι αντίθετη στο ενωσιακό δίκαιο.”
Συνεχίζοντας, ξεκαθαρίζει ότι:
“Τυχόν αποκλίσεις μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών όσον αφορά το κύρος των πράξεων των θεσμικών οργάνων θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ενότητα της έννομης τάξης της Ένωσης και να θίξουν τη θεμελιώδη αρχή της ασφάλειας του δικαίου”.
Με τη διατύπωση αυτή προειδοποιεί και εγκαλεί εθνικά δικαστήρια και κυβερνήσεις για αντιευρωπαϊκή συμπεριφορά, η οποία όταν τίθεται σε νομική βάση,θα μπορούσε να επισύρει και δράσεις.
Περαιτέρω και εν κατακλείδι, όπου έγκειται σχεδόν πάντα η ουσία σε τέτοια κείμενα, εγκαλεί τις χώρες μέλη να συμμορφωθούν:
Όπως και οι λοιπές αρχές των κρατών μελών, τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να εγγυώνται την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης.
Η διατύπωση αυτή, αποτελεί σαφή αιχμή, για τήρηση και όχι υπέρβαση των αποφάσεων, ενώ η ακόλουθη αποτελεί προειδοποίηση:
“Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να διασφαλισθεί η ισότητα των κρατών μελών εντός της Ένωσης την οποία τα ίδια έχουν δημιουργήσει. Το θεσμικό όργανο δεν πρόκειται να προβεί σε άλλη δήλωση επί του θέματος αυτού”.
Ακολουθεί η ανακοίνωση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης