Πολυεπίπεδη κινητικότητα προκειμένου να εκμεταλλευθεί τη “δίψα” για ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη, φαίνεται ότι αναπτύσσει η Κίνα, με τον εν Ελλάδι βραχίονα της Cosco, να επιχειρεί να προωθήσει σχεδιασμό για την αναβάθμιση εγκαταστάσεων και ίδρυση ναυπηγείου, που δεν περιλαμβανόταν στο επενδυτικό σχέδιο και έχουν προκαλέσει κοινωνικές αντιδράσεις και διπλωματικές προστριβές.
Η Cosco επιχειρεί να περάσει ως νέα επένδυση, έργο προϋπολογισμού 200 εκατ. την κατασκευή ενός νέου, τέταρτου προβλήτα εμπορευματοκιβωτίων. Κίνηση που έρχεται back-to-back με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που δικαιώνει την εταιρία, έναντι της περιφέρειας Αττικής, σχετικά με την έκδοση άδειας για τη δημιουργία ναυπηγείου.
Αμφότερα τα ζητήματα που προωθεί τώρα η διοίκηση της Cosco φαίνεται να έχουν λάβει το πράσινο φως σε πολιτικό επίπεδο, ωστόσο, δεν παύουν να αποτελούν σημείο τριβής με την τοπική κοινωνία και με άλλους ομίλους όπως τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και το Νεώριο.
Ο ανταγωνισμός θα μπορούσε μάλιστα να λάβει και γεωπολιτικές-γεωοικονομικές διαστάσεις, δεδομένου ότι το Νεώριο Σύρου ανήκει πλέον στην αμερικανικών συμφερόντων ONNEX, ενώ η Cosco αποτελεί εταιρία κινεζικών συμφερόντων. Συνεπώς, η είσοδος της Cosco σε τομέα που διεκδικούν προνομιακά οι ΗΠΑ στην Ελλάδα, τη στιγμή που οι διμερείς σχέσεις Ουάσιγκτον-Πεκίνου επιδεινώνεται διαρκώς και ενώ η ΕΕ σηκώνει τείχη απέναντι στην κινεζική οικονομική επέλαση, θα μπορούσε να έχει επιπλοκές σε μια σειρά από σχέσεις, τομείς και επιπτώσεις ακόμα και στα εθνικά θέματα.
Βέβαια, αυτή τη στιγμή, οι διοικήσεις της Cosco και το ΟΛΠ εστιάζουν στις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών και των επιχειρήσεων στην ευρύτερη περιοχή, όπου οι ισορροπίες είναι λεπτές και ευμετάβλητες.
Στο μεταξύ, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί αίσθηση κινητικότητας, να προλειανθεί πολιτικά το έδαφος και να ανιχνευθούν οι θέσεις, προθέσεις και… αντιθέσεις, η διοίκηση της εταιρίας επιλέγει να αναμοχλεύσει τα ανοιχτά μέτωπα και τα προς υλοποίηση σχέδια, μέσω δημοσιευμάτων στα media.
Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στην Ελλάδα
Υπ΄αυτό το πρίσμα, πρέπει να σημειωθεί ότι το συνολικό επενδυτικό πρόγραμμα για το οποίο έχει λάβει πράσινο φως η Cosco, ανέρχεται στα 350 εκατ. και περιλαμβάνει μια σειρά από αναπτύξεις που θα ενισχύουν τη διαμετακομιστική ικανότητα του λιμανιού, τη διαχειριστική δυνατότητα και τη δυναμικότητα σε συγκεκριμένους τύπους εμπορευμάτων, containers και αυτοκινήτων.
Στα media όπου προωθούνται τα επενδυτικά σχέδια αυτά, τίθενται -λίγο άτεχνα- σε αντιδιαστολή με τη συγκυρία της πανδημίας, θέλοντας έτσι να περάσουν το μήνυμα της αναγκαιότητας και να κάμψουν απριόρι ενδεχόμενες αντιδράσεις, στιγματίζοντάς τες, ως ακτικοινωνικές…
Άντεξε στην κρίση το λιμάνι του Πειραιά
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύονται στην “Καθημeρινή”, το λιμάνι κατάφερε κατά το πρώτο τρίμηνο να αυξήσει τη διακίνηση container στους τρεις προβλήτες του, δηλαδή στον προβλήτα Ι (που διαχειρίζεται ο ΟΛΠ) και στου προβλήτες ΙΙ και ΙΙΙ (που διαχειρίζεται ο Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά ως υποπαραχώρηση).
Ειδικότερα, στους τρεις προβλήτες (Ι + ΙΙ + ΙΙΙ) διακινήθηκαν 1,369 εκατ. ΤΕU κατά το πρώτο τρίμηνο του 2020 έναντι 1,334 εκατ. ΤΕU το αντίστοιχο τρίμηνο 2019. Καθώς η διακίνηση στον ΣΕΠ έως και το πρώτο τρίμηνο υποχώρησε κατά 2,4% αλλά αυτή στον προβλήτα Ι του ΟΛΠ αυξήθηκε, ο Πειραιάς μπόρεσε έστω και οριακά να αντεπεξέλθει στην πρόκληση της πανδημίας.
Με αυτά τα δεδομένα και την προοπτική περαιτέρω αύξηση των διακινούμενων όγκων, λόγω της βελτιστοποίησης των logistics και παρά την οικονομική κρίση, η Cosco επιλέγει να πιέσει και για πρόσθετες επενδύσεις, ο αντίκτυπος των οποίων στη μικροοικονομία της περιοχής δεν έχει εξεταστεί επαρκώς.