Ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες η μια μετά την άλλη μπαίνουν σε διαδικασία αποκατάστασης της λειτουργικότητας και οι ΗΠΑ φαίνεται να έχουν περάσει το στάδιο της κορύφωσης του πρώτου κύματος του COVID-19, δεν υπάρχει ακόμα επαρκής πρόοδος στην ανακάλυψη φαρμακευτικής αγωγής και εμβολίων, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις να σχεδιάζουν ήδη το επόμενο lockdown, το οποίο αναμένεται το Φθινόπωρο.
Με βάση τα τρέχοντα δεδομένα, ομάδα εμπειρογνωμόνων από το CIDRAP του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, υποστηρίζει ότι η πανδημία κορωνοϊού είναι πιθανό να διαρκέσει για δύο χρόνια και δεν θα ελεγχθεί έως ότου επιτευχθεί την ανοσία της αγέλης, στα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού.
Ωστόσο, ακόμα δεν υπάρχουν επαρκή και αξιόπιστα στοιχεία για το επίπεδο ανοσίας που παρέχει ο συγκεκριμένος ιός, ούτε για τη μεταλλακτική του δραστηριότητα, ενώ τα στοιχεία για τα τεστ, τους θανάτους, τα κρούσματα και τις αναρρώσεις δεν είναι ομογενοποιημένα, με αποτέλεσμα τα συμπεράσματα που εξάγονται σε στατιστικό επίπεδο, για την επιδημιολογική συμπεριφορά του ιού, να ενέχουν μεγάλο περιθώριο λάθους.
Λόγω της ικανότητάς του να μεταδίδεται και από ασυμπτωματικά άτομα ο ιός μπορεί να είναι πιο δύσκολο να ελεγχθεί από τη γρίπη, αιτία των περισσότερων πανδημιών στην πρόσφατη ιστορία, σύμφωνα με την έκθεση του Κέντρου Έρευνας και Πολιτικής Λοιμωδών Νόσων του Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.
Οι άνθρωποι μπορεί στην πραγματικότητα να είναι στην πιο μολυσματική φάση πριν εκδηλώσουν συμπτώματα, σύμφωνα με την έκθεση.
Μετά το lockdown δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο για να ελαχιστοποιηθεί η διασπορά του ιού κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο αποφασίζουν με προσεκτικές κινήσεις άρση των μέτρων σε επιχειρήσεις, εργαζομένους και δημόσιους χώρους που ανοίγουν ξανά. Ωστόσο, η πανδημία του κορονοϊού είναι πιθανό να συνεχιστεί σε κύματα που θα μπορούσαν να διαρκέσουν και μετά το 2022 σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Προγενέστερα της μελέτης του CIDRAP, ο επικεφαλής του ίδιου κέντρου είχε δημοσιεύσει τα πρώιμα συμπεράσματά του το περιοδικό Science είχε δημοσιεύσει μελέτη η οποία κατέληγε στα ίδια -σχεδόν- συμπεράσματα, αναφέροντας ότι τα lockdown αναμένεται να είναι κυλιόμενα μέχρι το 2022, ενώ προέβλεπε την πραγματική εξάλειψη του κορονοϊού, εφόσον δεν έχει εφευρεθεί εμβόλιο, περίπου στο 2025.
Συντάκτες της έκθεσης είναι ο διευθυντής του CIDRAP Michael Osterholm, η Kristen Moore, ο καθηγητής δημόσιας υγείας του Πανεπιστημίου Tulane John Barry και ο Marc Lipsitch, επιδημιολόγος στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ.
Στις συστάσεις τους, οι συντάκτες επισημαίνουν, αναφερόμενοι προς τις αμερικανικές αρχές ότι:
- Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να σχεδιάζουν με βάση το χειρότερο σενάριο,
- το οποίο περιλαμβάνει δεύτερη μεγάλη έξαρση το Φθινόπωρο του 2020,
- ότι δεν έχει εφευρεθεί εμβόλιο και ότι δεν θα επιτευχθεί άμεσα ανοσία αγέλης
- Οι κυβερνήσεις και οι υπηρεσίες Υγείας θα πρέπει να σχεδιάσουν στρατηγική αποτελεσματικής προστασίας των ανθρώπων που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.
- Κυβερνήσεις και οργανισμοί Υγείας θα πρέπει να διαμορφώσουν ολοκληρωμένο σχεδιασμό, που θα περιλαμβάνει αυτοματοποιημένες διαδικασίες επιβολής lockdown, για την αντιμετώπιση νέων εξάρσεων.
- Να εστιάσουν στο Risk Management και στην αποτελεσματική επικοινωνία, ενημέρωση και εγρήγορση του πληθυσμού, λαμβάνοντας υπόψη ότι η πανδημία δεν θα “σβήσει” άμεσα. Ως εκ τούτου απαιτείται σχεδιασμός για δυνάμει επανεμφανίσεις του εντός των επομένων δύο ετών.
Πολλές κυβερνήσεις αντί να προετοιμάζονται με γνώμονα τη διάρκεια, επιχειρούν για λόγους κλίματος και ταχείας ανάκαμψης της οικονομίας να περάσουν το μήνυμα της ταχείας επανάκαμψης, αν και αποφεύγουν τον όρο κανονικότητα. Τα στοιχεία, όμως, δεν υποστηρίζουν την προοπτική αυτή, γεγονός που αυξάνει τους επικείμενους κινδύνους.
Η διάψευση των προσδοκιών, παραδοσιακά οδηγεί σε μεγαλύτερες υφέσεις, ανεξαρτήτως της οξύτητας της επαναλαμβανόμενης κρίσης, ενώ επιμηκύνει τον χρόνο ανάκαμψης. Αυτό έχει πιστοποιηθεί στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της 10ετούς οικονομικής κρίσης.
Η διαρκής φιλολογία για την εξεύρεση θεραπείας και εφεύρεση εμβολίου έχει ήδη αρχίσει να κουράζει αγορές και κοινωνίες, αποδυναμώνοντας την οριακή ισχύ των σχετικών ειδήσεων, σε επίπεδο κλίματος.
Από την άλλη πλευρά, νέα προβλήματα αναδύονται. Ο αγώνας δρόμου για την ιδιοκτησία του εμβολίου, την παραγωγική δυνατότητα και την ισόρροπη ή όχι διανομή του παγκοσμίως αποτελεί μα ακόμη παράμετρο που δυσχεραίνει την επίλυση μιας ήδη ιδιαίτερα απαιτητικής εξίσωσης.,