Δε ζούμε μια φυσιολογική περίοδο. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η εθνική οικονομία θα δοκιμαστεί σκληρά, με την ύφεση να υπολογίζεται από 4% έως 8% για το 2020. Βασικά κύτταρα της παραγωγικής διαδικασίας έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους, ενώ κρίσιμες κρατικές υπηρεσίες και υποδομές κλήθηκαν να κάνουν σε μερικές εβδομάδες, βήματα που υπό άλλες συνθήκες απαιτούσαν χρόνια ή ακόμα και δεκαετίες.
του Ανδρέα Τσώκου*
Ο κορωνοϊός μπορεί να έγινε καταλύτης σημαντικών αλλαγών, ωστόσο, από την άλλη, απορρύθμισε μια σειρά από σταθερές στις ζωές μας, μεταξύ των οποίων και την ίδια την εργασία. Η επιτάχυνση της ψηφιοποίησης που έφερε η κρίση του Covid-19 οδηγεί σε μία ταχεία μετάβαση τόσο την παραδοσιακή οικονομία, όσο και το ίδιο το κράτος σε μία προσπάθεια να μετριαστεί η αύξηση των ανισοτήτων και των ευκαιριών εις βάρος των πολλών.
Ο συντεταγμένος τρόπος όμως που αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα, μας κάνει αισιόδοξους και αυξάνει την εμπιστοσύνη απέναντι στο κράτος, την Πολιτεία, και τις κοινωνικές δομές. Ο δημόσιος τομέας, που τόσο έχει δοκιμαστεί, κάνει άλματα τους τελευταίους μήνες, τα οποία απελευθερώνουν τις ικανότητες άξιων στελεχών του και απεγκλωβίζουν τον πολίτη από παθογένειες δεκαετιών.
Η πιθανότητα όμως μια τέτοιου είδους πανδημία να μην είναι πλέον ένα σπάνιο φαινόμενο, αλλά μια περιοδική πραγματικότητα λόγω της αυξημένης διασύνδεσης της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων στις μέρες μας, αναδεικνύει τη σημασία προετοιμασίας του δημοσίου τομέα για ανάλογες καταστάσεις στο μέλλον. Κρίσιμος κρίκος στην αλυσίδα διαχείρισης τέτοιων καταστάσεων, είναι η απρόσκοπτη λειτουργία του κράτους, μέσα και από την επέκταση της εξ’ αποστάσεως λειτουργίας των κρατικών υπηρεσιών.
Σύμφωνα με την έρευνα του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO), η τηλεργασία στην Ε.Ε. κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια, ωστόσο στην Ελλάδα μόλις το 5% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα είχε πριν την πανδημία ανάλογη εμπειρία. Η ενίσχυση της τηλεργασίας όμως και η εμπέδωση της ως χρήσιμο εργαλείο λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την αύξηση και της παραγωγικότητας της εργασίας. Σύμφωνα με μελέτες, μια οργανωμένη εμπειρία τηλεργασίας μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα έως και 50%, να συμβάλει στην προσέλκυση και διατήρηση προσωπικού νεότερων ηλικιών και να μειώσει τα λειτουργικά έξοδα.
Επιπλέον, εκτός από την προστασία της δημόσιας υγείας, η δυνατότητα τηλεργασίας αυτονόητα αυξάνει τις ευκαιρίες απασχόλησης για κοινωνικές ομάδες όπως ΑμεΑ, νέες μητέρες, αλλά και για όσους ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές και αδυνατούν για κάποιο χρονικό διάστημα να διεκδικήσουν άλλες ευκαιρίες απασχόλησης.
Η εμπειρία μας, τον τελευταίο μήνα στην Ελληνική Αρχή Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ) δείχνει πως ταυτόχρονα με τα παραπάνω, επιτυγχάνεται σε σημαντικό βαθμό και ένας ακόμα στόχος: Η ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων μέσα από την εκμάθηση νέων εργαλείων επικοινωνίας, κάτι που διαπερνά οριζόντια όλες τις ηλικιακές ομάδες και συμβάλει στη μείωση του ψηφιακού χάσματος, που αποτυπώνει γλαφυρά για την Ελλάδα ο Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας.
Αν αθροίσει κανείς τα παραπάνω, αντιλαμβάνεται πως το κράτος ως ο μεγαλύτερος εργοδότης στη χώρα, έχει μια μοναδική ευκαιρία να γίνει καταλύτης υιοθέτησης νέων μορφών εναλλακτικής εργασίας, αλλά και ευρύτερων θετικών εργασιακών αλλαγών. Οι χώροι εργασίας του δημόσιου τομέα μπορούν να αποτελέσουν ένα κρίσιμο πεδίο εφαρμογής σύγχρονων μορφών εργασιακής λειτουργίας. Έτσι με τον τρόπο αυτό, τα οφέλη θα είναι πολλαπλά. Από τη μία θα θωρακίσουμε τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η λειτουργία τους σε κρίσεις σαν αυτή και παράλληλα θα προσφέρουμε στους ίδιους τους εργαζομένους ένα ευέλικτο περιβάλλον μέσα στο οποίο θα εργάζονται εξασφαλίζοντας περισσότερο και πιο ποιοτικό χρόνο για τους ίδιους και τις οικογένειες τους.
* Ο Ανδρέας Τσώκος είναι γεωλόγος και Γενικός Διευθυντής της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ)