Προκλήσεις για τις οποίες υπάρχει ελλιπής σχεδιασμός και πρόνοια καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση, καθώς οι επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού αρχίζουν να γίνονται αισθητές σε όλους της κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ ο αντίκτυπος των μέτρων περιορισμού και του lockdown, καταγράφονται στην εφοδιαστική αλυσίδα και στον πρωτογενή τομέα, με αυξανόμενη ένταση.
Αν και το ενδεχόμενο επισιτιστικής κρίσης σε χώρες της ΕΕ είναι γενικά περιορισμένο, εν τούτοις μια σειρά από παράγοντες που επηρεάζουν τη διαθεσιμότητα και το κόστος των τροφίμων, επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από τις εξελίξεις στο μέτωπο της κρίσης του κορονοϊού και ιδιαίτερα από τα περιοριστικά μέτρα, αλλά και τις νέες απαιτήσεις ασφάλειας.
Οι περιορισμοί στο μέγεθος και την πυκνότητα των λαϊκών αγορών και η προοπτική επιβολής νέων κανονισμών στη διαχείριση ολικής ποιότητας, επηρεάζουν τη διαμόρφωση του κόστους στο τελευταίο στάδιο της αλυσίδας. Τα προβλήματα στις εσωτερικές και διεθνείς μετακινήσεις, παραγωγών, εργατικού δυναμικού και εμπορευμάτων, αναμένεται να προκαλέσουν προβλήματα διαθεσιμότητας και ενδεχομένως επάρκειας αγαθών του πρωτογενούς τομέα. Επίσης, ενδεχόμενη εξαναγκασμένη διαφοροποίηση του προσωπικού, είναι πιθανό να εντείνει τα προβλήματα, κυρίως λόγω έλλειψης εξειδίκευσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα απασχολούνται αλλοδαποί εργάτες, κυρίως από την Αλβανία και τη Βουλγαρία για τη συγκομιδή κυρίως αλλά και τη σπορά και άλλες παρεπόμενες εργασίες. Εποχικοί εργάτες απασχολούνται στα ροδάκινα και τα κεράσια που είναι κυρίως εξαγώγιμα προϊόντα, καθώς επίσης και στις ελιές-λάδι, τα οπωροκηπευτικά και όσπρια. Η έλλειψή τους, ήδη αυτή την περίοδο, λόγω των κλειστών συνόρων με την Αλβανία, την απουσία εποχικών καταλυμάτων και τον φόβο που έχει τροφοδοτηθεί στην κοινωνία είναι παράγοντες που επηρεάζουν οριζόντια την αλυσίδα παραγωγής, εφοδιασμού και κατανάλωσης.
Πληθωρισμός τροφίμων στην Ελλάδα
Εξάρσεις, όπως αυτές που παρατηρήθηκαν σε συγκεκριμένα ήδη, αποτελούν κυρίως αποτέλεσμα ψυχολογικών καταστάσεων και κατάλοιπα παλαιότερων εποχών, χωρίς αυτό να σημαίνει η τρέχουσα συγκυρία δεν δημιουργεί επιπρόσθετα άγχη και φοβίες που θα επηρεάσουν την οριακή διαθεσιμότητα αγαθών.
Συνδυαστικά, οι παραπάνω παράγοντες οδηγούν σε αύξηση των τιμών για τον τελικό καταναλωτή και πολλές φορές κόστους για τους παραγωγούς.
Δείκτης Ασφάλειας Τροφίμων
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 31η θέση παγκοσμίως στον Δείκτης Ασφάλειας Τροφίμων, κατέχοντας κορυφαία θέση (11η) στην ποιότητα και την 39η στο κόστος και την 33η στη διαθεσιμότητα. Συνολικά, η κατάταξη της χώρας χαρακτηρίζεται ικανοποιητική και βελτιούμενη.
Μια πιο προσεκτική εξέταση των επιμέρους παραγόντων που απαρτίζουν τις δείκτες προκαλεί εύλογη ανησυχία στους τομείς επάρκειας και διαθεσιμότητας, ιδιαίτερα κάτω από τις τρέχουσες συνθήκες και την αυξημένη πιθανότητα ενός νέου ή ακόμα και κυλιόμενων lockdown.
Κίνδυνοι
Ο Δείκτης Ασφάλειας Τροφίμων του Intelligence Unit του περιοδικού Economist καταγράφει, στο σκέλος του κόστους τροφίμων, για την Ελλάδα, αύξηση του κόστους κατά 3,1% το 2019, το οποίο υπερέβη την αντίστοιχη αύξηση του πληθωρισμού και των μισθών, ήτοι καθιστώντας τα τρόφιμα λιγότερο προσβάσιμα. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή εξισορροπήθηκε από την αύξηση και βελτίωση της ποιότητας των επισιτιστικών προγραμμάτων στην Επικράτεια, καθώς και από την επέκταση της πληθυσμιακής και γεωγραφικής κάλυψης τους. Το 2019, επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον δείκτη της EIU, βελτιώθηκε η πρόσβαση των αγροτών σε χρηματοδοτικά εργαλεία, σε αντιστοιχία με τη συνολικότερη πολιτική των τραπεζών.
Τώρα, όμως, πολλές από αυτές τις συνθήκες, παραδοχές και στρατηγικές επιδιώξεις επανεξετάζονται, αξιολογούνται και διαφοροποιούνται. Οι αλλαγές στην κυβερνητική πολιτική παροχών και διαβιβαστικών πληρωμών και ο επανασχεδιασμός της στρατηγικής των τραπεζών, εγκυμονούν κινδύνους για συρρίκνωση του πλέγματος ασφαλείας, που θα οδηγήσει σε πληθωριστικές πιέσεις στα τρόφιμα.
Μια τέτοια εξέλιξη, σε συνδυασμό με την έκρηξη της ανεργίας, θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινωνική αναταραχή, προκαλώντας κλυδωνισμούς στην ήδη “μωλωπισμένη” κοινωνική συνοχή. Η αποδυνάμωση, σε αυτή τη φάση των κοινωνικών ανοχών και αντοχών, υπό την πίεση του νέου κύματος ύφεσης, θα έχει απρόβλεπτες επιπτώσεις και προεκτάσεις τόσο στην κοινωνία όσο και στην οικονομία και τις προοπτικές ανάκαμψης.
Ήδη, οι οίκοι αξιολόγησης στις εκθέσεις τους προβλέποντας ύφεση άνω του 8% για την Ελλάδα το τρέχον έτος, προσδιορίζουν τη μείωση του κατακεφαλήν ΑΕΠ στο 10-15% σωρευτικά για τη διετία 2019-2020, που συνεπάγεται μείωση του σκορ στον σχετικό δείκτη. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι η κυβερνητική πολιτική έχει περιορίσει τα σχολικά γεύματα και ότι η αναστολή λειτουργίας των σχολείων αυξάνει το κόστος για πολλές οικογένειες, το κόστος αυξάνεται έτι περαιτέρω.
Όσον αφορά στη διαθεσιμότητα, ο δείκτης απαρτίζεται από σειρά υποδεικτών με βασικούς την προσφορά, η οποία είχε βελτιωθεί κατά 16% το 2019, αλλά φέτος είναι προφανές ότι περιορίζεται. Επίσης, σημαντικός είναι και ο δείκτης εξάρτησης από τη χρόνια επισιτιστική βοήθεια. Η Ελλάδα δεν στηρίζεται, ως χώρα, σε διεθνή προγράμματα εκτάκτου ανάγκης.
Ιδιαίτερα σημαντικοί είναι οι δείκτες υποδομών-μεταφορών, με τις αερομεταφορές να υποχωρούν, το 2019, δείκτης που αναμένεται να επιδεινωθεί περαιτέρω, που θα σημάνει την αύξηση του κόστους και του χρόνου μεταφοράς, άρα μείωση της διαθεσιμότητας και αύξηση των τιμών. Επίσης, το 2019 η μεταβλητότητα της γεωργικής παραγωγής ήταν περιορισμένη και οφειλόταν κυρίως σε εποχικούς και κλιματολογικούς παράγοντες. Τώρα, όμως, ανακύπτει το πρόβλημα της έλλειψης εποχικών εργατών, των αποστάσεων και νέων διαδικασιών διάθεσης.
Μεταξύ των υποδεικτών είναι η πολιτική σταθερότητα, όπου η Ελλάδα βρίσκεται σε αρκετά καλή θέση, ωστόσο μετά την επέλαση του κορονοϊού και τη μετεξέλιξη της υγειονομικής κρίσης σε οικονομική, την κατώτερη των περιστάσεων αντίδραση της Ευρώπης, το ενδεχόμενο νέων Μνημονίων, ανεβάζει de facto τον παράγοντα του πολιτικού κινδύνου.