Μπορεί ο οίκος αξιολόγησης Fitch να υποβάθμισε αιφνιδιαστικά χθες τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από “θετικές” σε “σταθερές”, αυτό όμως το λιγότερο που μπορούσε να κάνει, καθώς η έκθεσή της είναι κόλαφος, για την κατάσταση, τις προοπτικές και το… ιστορικό της κρίσης, ενώ στρώνει το έδαφος για επικείμενη υποβάθμιση του αξιόχρεου, παρά το γεγονός δεν υποβάθμισε σε “αρνητικές” τις προοπτικές.
Η υποβάθμιση των προοπτικών από τη Fitch, έπεται αντίστοιχης απόφασης της Moody’s και προηγείται κατά μερικές ώρες της αναθεώρησης της S&P, η οποία δεν αποκλείεται να υποβαθμίσει ακόμη και το αξιόχρεο της Ελλάδας. Οι εξελίξεις αυτές, αν και ευρέως αναμενόμενες σκιαγραφούν το ραγδαία επιδεινούμενο μακροοικονομικό τοπίο και αποτελούν προάγγελο της όξυνσης της κατάστασης στις αγορές. Έτσι εξηγείται και η βεβιασμένη απόφαση της ελληνικής κυβέρνηση να προσφύγει στις αγορές για την άντληση κεφαλαίων, τα οποία ακόμα δεν έχει διευκρινιστεί πως θα χρησιμοποιηθούν.
Σύμφωνα με την ανάλυση του οίκου και τους παράγοντες που προσδιορίζει ως καταλύτες για την περαιτέρω πορεία, η ελληνική οικονομία φαίνεται ότι βρίσκεται σε τροχιά περαιτέρω υποβάθμισης. Η Fitch, αναφέρει ως παράγοντες που θα οδηγούσαν σε νέα επί τα χείρω αναθεώρηση την αξιολόγηση:
- Αποτυχία μείωσης της σχέσης χρέους/ΑΕΠ, για παράδειγμα λόγω μεγαλύτερης διάρκειας της πανδημίας, δημοσιονομικής χαλάρωσης ή οικονομικής συστολής.
- Αρνητικές εξελίξεις τον τραπεζικό κλάδο με αυξανόμενο κίνδυνο για τα δημόσια οικονομικά και την πραγματική οικονομία.
- Συνεχιζόμενα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, για παράδειγμα από μια παρατεταμένη κρίση στον τουριστικό τομέα.
Σε αυτή τη φάση η επιδείνωση των δημοσιονομικών θεωρείται αναπόδραστη και ως εκ τούτου το βάρος πέφτει στην υψηλή αποτελεσματικότητα των κεφαλαίων που θα δαπανηθούν προκειμένου να προληφθούν ή να περιοριστούν αρνητικές επιπτώσεις στον τραπεζικό κλάδο και να αποφευχθεί περαιτέρω επιβάρυνση του προϋπολογισμού. Με τα μέχρι τώρα στοιχεία, πάντως, η εξάρτηση των τραπεζών από στη στήριξη του Δημοσίου είναι αυξανόμενη, ενώ την κατάσταση “σώζει” η συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών στο πρόγραμμα PEPP (σσ ECB PEPP Program)
Παράλληλα, ο οίκος προβλέπει επιδείνωση και αδύναμη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών για το 2020 και 21, γεννώντας συνολικά ελλείμματα 9% του ΑΕΠ.
Ο οίκος, με στοιχεία και προβλέψεις επιβεβαιώνει ότι τρέχουσα οικονομική κρίση δεν είναι εξ ολοκλήρου αποτέλεσμα της έξαρσης του κορονοϊού, αλλά προϋπήρχε από τα τέλη του 2019, όπως προκύπτει άλλωστε από τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ για το ΑΕΠ. Σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ οι αναλυτές της Fitch προβλέπουν σωρευτική ύφεση 13,1% για τα έτη 2019-2020, αποδίδοντας το 10% της συρρίκνωσης στο 2020. Όπερ σημαίνει ότι το 3,1% της μείωσης στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 2019.
Σε επίπεδο προβλέψεων ο οίκος δεν βλέπει κάτι που δεν έχει ήδη αναγνωριστεί από άλλες εκθέσεις, όπως αυτή του ΔΝΤ, της Τράπεζας της Ελλάδος και του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής. Προσδιορίζει ως μείζον ζήτημα τη μεγάλη εξάρτηση από τον Τουρισμό, που την τοποθετεί στο 10%.
H Fitch επισημαίνει την υψηλή ευαισθησία της ελληνικής οικονομίας σε εξωτερικά σοκ.
Ο οίκος σημειώνει ότι η κίνηση αυτή αντανακλά το σημαντικό αντίκτυπο της Covid-19 στην οικονομική δραστηριότητα, τα δημόσια οικονομικά και τους εξωτερικό ισοζύγιο. Προβλέπει ύφεση 8,1% του ΑΕΠ φέτος και μερική ανάκαμψη το 2021, με το ΑΕΠ να αυξάνει κατά 5,1%.
Η ύφεση και η μετέπειτα ανάκαμψη υπόκειται σε σημαντικές αβεβαιότητες. Παρατεταμένο lockdown ή ένα δεύτερο κύμα στην Ελλάδα ή την Ευρώπη θα σημάνει μεγαλύτερη πτώση φέτος και μικρότερη ανάκαμψη την επόμενη χρονιά. Ειδική αναφορά κάνει ο οίκος στον τουρισμό που αντιστοιχεί σε περίπου 10% του ΑΕΠ.
Η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και τα μέτρα στήριξης από την κυβέρνηση ανατρέπουν την δημοσιονομική εικόνα. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα που αντιστοιχούν σε 5 δισ. ευρώ (2,9% του ΑΕΠ), ενώ αναμένονται επιπλέον 2 δισ. ευρώ από την ευρωπαϊκή στήριξη. Η Fitch εκτιμά ότι το ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2019 θα «γυρίσει» σε έλλειμμα 7,4% φέτος. Το 2021 αναμένεται να υποχωρήσει στο 4,6% του ΑΕΠ. Θα καταγραφεί πρωτογενές έλλειμμα φέτος, μετά από τέσσερα συνεχή χρόνια υπεραπόδοσης των στόχων.
Η αύξηση του δανεισμού θα μεταφραστεί σε αναστροφή της πτωτικής τάσης του δείκτη χρέος/ΑΕΠ. Η εκτίμηση είναι ότι έπεσε στο 176,6% στα τέλη του 2019 αλλά στα τέλη του 2020 θα φτάσει το 194,8% πριν υποχωρήσει στο 187,1% το 2021. Η υπόθεση του οίκου είναι ότι φέτος η κυβέρνηση θα τραβήξει μόνο το 1/4 από το μαξιλάρι ασφαλείας (περί τα 10 δισ. ευρώ). Αν δεν το έκανε αυτό και προχωρούσε αποκλειστικά σε νέο δανεισμό το χρέος να ανέβαινε πάνω από το 200% του ΑΕΠ.
Οι αναλυτές του οίκου, όμως, επισημαίνουν ότι η επιδείνωση της σχέσης χρέους/ΑΕΠ αποτελεί βασικό παράγοντα υποβάθμισης των προοπτικών και του αξιόχρεου.
Η Fitch, ωστόσο, αναγνωρίζει ότι παρότι το χρέος είναι πολύ υψηλό υπάρχουν θετικοί παράγοντες που περιορίζουν τους κινδύνους. Το μαξιλάρι ρευστότητας είναι παραπάνω από αρκετό για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης φέτος και το 2021. Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους είναι η βοήθεια που έλαβε η χώρα από την ΕΕ, το 95% είναι σε σταθερό επιτόκιο και με μεγάλη μέση ωρίμανση (20,5 χρόνια). Επιπλέον η ΕΚΤ περιέλαβε τα κρατικά ομόλογα στο πρόγραμμα έκτακτο αγοράς τίτλων, κάτι που επιτρέπει να προχωρήσει η κεντρική τράπεζα σε αγορές περί τα 16 δισ. ευρώ μέσω της δευτερογενούς αγοράς.
Όπως σημειώνει η Fitch οι βασικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θετική αναθεώρηση της αξιολόγησης περιλαμβάνουν:
- Επιστροφή της σχέσης χρέος/ΑΕΠ σε σταθερή πτωτική τροχιά μετά το σοκ της Covid-19, για παράδειγμα μέσω δημοσιονομικής προσαρμογής, επιστροφής στην ανάπτυξη και διατηρήσιμων χαμηλών επιτοκίων.
- Βελτίωση της μεσοπρόθεσμης απόδοσης στην ανάπτυξη, ειδικά αν υπάρξουν δομικές μεταρρυθμίσεις.
- Μειωμένος κίνδυνος επιβεβαίωσης των κινδύνων για τον κρατικό προϋπολογισμό από τον τραπεζικό κλάδο.
Στις προβλέψεις του Οίκου, του ΔΝΤ και της Τράπεζας της Ελλάδος δεν υπάρχουν ενδείξεις που θα μπορούσαν να συντείνουν στην πραγμάτωση των παραπάνω σεναρίων και ως εκ τούτου, το “upside potential” είναι εξαιρετικά περιορισμένο.
Συνεπώς, από τη συνδυαστική αξιολόγηση, στοιχείων, προβλέψεων και καταλυτών, προκύπτει η περαιτέρω υποβάθμιση τόσο των προοπτικών και του αξιόχρεου της οικονομίας είναι αναπόδραστη.
Ακολουθεί η επισκόπηση της έκθεσης
[embeddoc url=”http://crisismonitor.gr/wp-content/uploads/2020/04/RPT_2020-04_10119489.pdf” download=”none”]