Έχουν περάσει δύο ημέρες από τη δημοσίευση της δισέλιδης απόφασης του Eurogroup, για την κοινή απάντηση στην κρίση του κορονοϊού και ακόμα media, πολιτικοί και τραπεζίτες παραμένουν αμήχανα μουδιασμένοι και ουδείς έχει αναλύσει το κείμενο, ως είθισται. Η υποτονικότητα αυτή, αποδίδεται κυρίως στην απουσία των επενδυτών, λόγω του Πάσχα των Καθολικών, καθώς Παρασκευή και Δευτέρα είναι επισήμως αργίες για τις αγορές.
Έτσι, οι αποφάσεις του Eurogroup θα τεθούν στη βάσανο των αγορών με μεγάλη καθυστέρηση, απόσταση από τα γεγονότα και ενώ στο μεταξύ θα έχουν μεσολαβήσει καταιγιστικές εξελίξεις θολώνοντας το τοπίο. Η χρονική συγκυρία της συνεδρίασης και ανακοίνωσης των συμπερασμάτων, όμως, εγείρουν υποψίες, ανησυχίες και σε κάθε περίπτωση εύλογα ερωτηματικά.
Στις ώρες που έχουν μεσολαβήσει από το Eurogroup μέχρι το πρωί του Σαββάτου, όμως, μετά τους “πανηγυρισμούς” που διέρρευσε ότι σημειώθηκαν στο τέλος της τηλεδιάσκεψης, οι περισσότερες αντιδράσεις που καταγράφονται στις χώρες του νότου είναι χλιαρές έως αρνητικές, με τον Ιταλό πρωθυπουργό να εγείρει ενστάσεις, να εκστομίζει προειδοποιήσεις ή και απειλές για ενδεχόμενη αρνησικυρία. Τα media, αναγνώρισαν τις Μαραθώνιες διαπραγματεύσεις, τη συμφωνία, αλλά αναφέροντας ελάχιστα για την ουσία της. Άπαντες επισήμαναν ότι τα corona-bonds και το ενδεχόμενο αμοιβαιοποίησης του χρέους, αν και τέθηκαν επί τάπητος από ομάδα χωρών, εν τούτοις κάηκαν, ενώ λιγότεροι υποστηρίζουν ότι το ζήτημα αυτό παραμένει ανοιχτό.
Ωστόσο, ουδείς αναφέρεται στα σημεία του κειμένου της συμφωνίας του Eurogroup, εγείροντας έτσι προβληματισμό και ανησυχία για την έλλειψη λεπτομερούς αποτίμησης. Οι αγορές, όμως, έχουν σίγουρα άποψη, θέση, την οποία θα εκφράσουν ενδεχομένως πιο ψύχραιμα, λόγω της χρονοκαθυστέρησης και των γεγονότων που έχουν μεσολαβήσει. Συνήθως, οι αγορές χρειάζονται δύο με τρεις συνεδριάσεις για το impact assessment τέτοιων συλλογικών αποφάσεων και της νέας κατάστασης. Αυτή τη φορά καταγράφηκε μόνο η αντίδραση των αγορών ομολόγων, που ήταν, κατ αρχήν θετική, αλλά πληθωρισμένη, δεδομένης της πρόδηλης παρέμβασης της ΕΚΤ με δύο προγράμματα ενίσχυσης ρευστότητας και αποκατάστασης της σταθερότητας.
Όπερ σημαίνει, ότι χωρίς τις αγορές μετοχών και με το short selling παγωμένο σε πολλές χώρες, οι αντιδράσεις που καταγράφονται δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστες.
Σε γενικές γραμμές η Ευρώπη φάνηκε να επιταχύνει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, να λαμβάνει ενιαία μέτρα και να αμοιβαιοποιεί το πρόβλημα, με όρους αλληλεγγύης, όχι όμως και τη λύση, η οποία θα βασίζεται σε δάνεια με μεταβαλλόμενους όρους. Η εικόνα αυτή όμως, που απορρέει από το μενταλιτέ και την εισαγωγή της απόφασης του Eurogroup, διαφοροποιείται ουσιωδώς και καθίσταται ακόμα και… απατηλή, αν αναχθεί στις διατυπώσεις και τις λεπτομέρειες του κειμένου της απόφασης.
Η ΕΕ, αν και ξεδιπλώνει δίχτυ προστασίας, αυτό ενέχει τόσα ρίσκα που θα μπορούσε να καταστεί παγίδα για τις χώρες και να υπονομεύσει τη σταθερότητα και την ασφάλεια στης ΕΕ.
Η ανάλυση της απόφασης
Το κείμενο συμπερασμάτων του Eurogroup, με τίτλο “Αναφορά για την περιληπτική απάντηση οικονομικής πολιτικής στην πανδημία COVID-19”, περιλαμβάνει 23 άρθρα, τα 3 αποτελούν πρόλογο και αναγνώριση της κατάστασης και της απορρέουσας αναγκαιότητας και τα 8 αναφέρονται σε ειλημμένες αποφάσεις των εθνικών κυβερνήσεων, της ΕΚΤ και της Κομισιόν.
Συνεπώς, η ανάλυση εστιάζεται στα σημεία 12-22.
Στο τελευταίο -22ο- άρθρο, που αποτελεί και τον επίλογο της ανακοίνωσης επισημαίνεται ότι
συμμετέχουμε σε μια προσπάθεια να περιφρουρήσουμε την υγεία και τις ζωές των Ευρωπαίων πολιτών και να αντιμετωπίσουμε την άμεση οικονομική πρόκληση. Αυτό περιλαμβάνει τα δημοσιονομικά μέσα που χρειάζονται τα κράτη μέλη για να χρηματοδοτήσουν τα αναγκαία μέτρα. Η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας δημιουργεί μια μεγάλη πρόκληση. Θα δράσουμε από κοινού με αλληλεγγύη και θα φέρουμε αποτελέσματα. Αυτό περιλαμβάνει και την αναγκαία πρόοδο στην ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο 23ο άρθρο, που εντάσσεται στο αυτόνομο κεφάλαιο “Επόμενα βήματα”, αναφέρεται ότι:
Το Eurogroup θα συνεχίσει το έργο που απαιτείται λαμβάνοντας υπόψη την πρόθεση της προεδρίας του Συμβουλίου να προωθήσει χωρίς καθυστέρηση τις νομοθετικές προτάσεις.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείο 13 με τίτλο “Ευελιξία στον προϋπολογισμό της ΕΕ”, καθώς αποτελεί πράξη που επιτρέπει τη μεταφορά κοινοτικών πόρων μεταξύ υπηρεσιών, ταμείων και δράσεων, με στόχο τη βελτιστοποίηση της χρήσης τους. Στην πραγματικότητα, όμως, αποτελεί παραδοχή της απροθυμίας των χωρών να αναζητήσουν λύσεις αύξησης της χρηματοδότησης προς την ΕΕ για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Χαιρετίζουμε τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την περαιτέρω προσωρινή ευελιξία στη χρήση των κονδυλίων της ΕΕ, όπως η δυνατότητα μεταβιβάσεων μεταξύ ταμείων, περιφερειών και στόχων πολιτικής, η εγκατάλειψη των εθνικών προϋποθέσεων συγχρηματοδότησης και η υποστήριξη των ευάλωτων μελών της κοινωνίας. Αυτό θα βοηθήσει στην αποτελεσματική κινητοποίηση του προϋπολογισμού της ΕΕ για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19.
Πρόκειται για το πρώτο μέτρο, που συμφώνησε το Eurogroup και ως εκ τούτου συμπυκνώνει την πεμπτουσία της λογικής που επικράτησε. Η ΕΕ δεν σκοπεύει να ενισχύσει τα κεφάλαιά της, αλλά να βελτιστοποιήσει τη χρήση των υπαρχόντων αλλάζοντας προτεραιότητες.
Αυτή η αίσθηση επικυρώνεται στο άρθρο 14 της απόφασης του Eurogroup με τίτλο”Υποστήριξη Έκτακτης Ανάγκης”:
Συμφωνήσαμε ότι είναι απαραίτητο ένα ειδικό εργαλείο COVID-19 για τη στήριξη της χρηματοδότησης της έκτακτης βοήθειας, μέσω της χορήγησης επιδοτήσεων, προκειμένου να ενισχυθούν πρωτίστως τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης. Στο πλαίσιο αυτό, χαιρετίζουμε την πρόταση της Κομισιόν στις 2 Απριλίου για την επανενεργοποίηση του Εργαλείου Έκτακτης Στήριξης (Emergency Support Instrument) για την αντιμετώπιση της επιδημίας COVID-19. Σε αυτό το στάδιο, το εργαλείο αυτό μπορεί να παράσχει υποστήριξη 2,7 δισ. ευρώ από πόρους από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Αυτή η δύναμη πυρόσβεσης μπορεί να ενισχυθεί ταχέως, μέσω πρόσθετων εθελοντικών συνεισφορών από τα κράτη μέλη. Καλούμε τα κράτη μέλη να διερευνήσουν τρόπους περαιτέρω ενίσχυσης του Εργαλείου Έκτακτης Στήριξης στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας.
Είναι προφανές λοιπόν ότι οι υπουργοί Οικονομικών μεταφέρουν ρευστότητα 2,7 δισ. από άλλες δράσεις της ΕΕ στον μηχανισμό αντίδρασης για τον COVID-19. Έτσι, μέσα σε τρία άρθρα αποτυπώνεται και εκφράζεται η στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης.
Στο άρθρο 15 με τίτλο “Ενίσχυση των δραστηριοτήτων της ΕΤΕπ”, γίνεται η πρώτη προσπάθεια διαφοροποίησης του μοντέλου διαχείρισης χρηματοδοτικού ρίσκου, με την εμπλοκή της ΕΤΕπ, η οποία όμως βασίζεται σε μόχλευση κεφαλαίων από τα ήδη υπάρχοντα, δεδομένου ότι δεν χρηματοδοτείται από τις αγορές, αλλά από τις εισφορές των χωρών μελών της.
Χαιρετίζουμε την πρωτοβουλία της ΕΤΕπ για τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού ταμείου εγγυήσεων ύψους 25 δισ. ευρώ, το οποίο θα μπορούσε να στηρίξει χρηματοδοτικούς πόρους 200 δισ. ευρώ για επιχειρήσεις, με επίκεντρο τις μικρομεσαίες, σε ολόκληρη την ΕΕ, μεταξύ άλλων μέσω των εθνικών αναπτυξιακών τραπεζών. Καλούμε την ΕΤΕπ να υλοποιήσει όσο το δυνατόν συντομότερα την πρότασή της και να είναι έτοιμη να τη θέσει σε εφαρμογή χωρίς καθυστέρηση, διασφαλίζοντας παράλληλα νέους πόρους με άλλες πρωτοβουλίες της ΕΕ και το πρόγραμμα Invest EU. Η πρωτοβουλία αυτή συμβάλλει σημαντικά στη διατήρηση των ίσων όρων ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά υπό το πρίσμα των εθνικών σχημάτων στήριξης.
Συνεπώς, τα 25 δισ. δεν αποτελούν φρέσκο χρήμα ή νέα κεφάλαια, αλλά υφιστάμενα.
Εκεί που φαίνεται κάτι να κινείται είναι στα άρθρα 16 έως 19, με τη δημιουργία του έκτακτου μηχανισμού SURE, του Ταμείου Ανάκαμψης και το Επερχόμενο Πολυετές Πλαίσιο Ανάκαμψης. Πρόκειται στην ουσία για το “μεδούλι”, όπου σκιαγραφείται το πλάνο δράσης και σταδιακής μετεξέλιξης των σχημάτων που θα έχουν τον έλεγχο της κατάστασης. Έτσι, προκύπτει ότι οι μηχανισμοί που υιοθετούνται εκτάκτως θα έχουν συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα και συνεχεία θα αντικαθίστανται από άλλους, δομημένους και με διαφορετικές προτεραιότητες. Ωστόσο, δεν διευκρινίζεται τι θα συμβεί με τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει, τις συμφωνίες χρηματοδότησης και τα πλάνα εξόφλησης.
Στο άρθρο 16, μάλιστα, ενεργοποιείται ο μηχανισμός του ESM, με πιο χαλαρά κριτήρια αλλά πολύ περιορισμένο αντικείμενο παροχής ρευστότητας.
(…)μόνη απαίτηση πρόσβασης στην πιστωτική γραμμή είναι ότι τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ που ζητούν στήριξη θα δεσμευτούν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη γραμμή πίστωσης για να στηρίξουν την εγχώρια χρηματοδότηση των άμεσων και έμμεσων δαπανών υγειονομικής περίθαλψης, θεραπείας και πρόληψης που σχετίζονται με την κρίση της πανδημίας COVID 19. Θα τηρηθούν οι διατάξεις της Συνθήκης του ΕΜΣ. Το χορηγούμενο ποσό θα αντιστοιχεί στο 2% του ΑΕΠ του κάθε κράτους μέλους όπως διαμορφώθηκε στα τέλη του 2019, ως σημείο αναφοράς
Στο άρθρο επισημαίνεται, όμως ότι “όλα τα καλά κάποτε τελειώνουν” και επιχειρείται να προλειανθεί το έδαφος για την υιοθέτηση Μνημονίων, για όσες χώρες συνεχίσουν να χρωστάνε στον ESM, μετά το πέρας της υγειονομικής κρίσης, το οποίο όπως δεν προσδιορίζεται ο τρόπος που θα αναγνωριστεί:
Η πιστωτική γραμμή θα είναι διαθέσιμη μέχρι να ολοκληρωθεί η κρίση COVID 19. Στη συνέχεια, τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ θα εξακολουθήσουν να δεσμεύονται για την ενδυνάμωση των οικονομικών και χρηματοοικονομικών μεγεθών, στο πλαίσιο της οικονομικής και δημοσιονομικής συνεργασίας και επιτήρησης της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της ευελιξίας που εφαρμόζουν τα αρμόδια όργανα της ΕΕ.
Στο άρθρο 17, εισάγεται ο μηχανισμός SURE, για τον οποίο, όμως, δεν υπάρχουν διασφαλίσεις προς την έγκαιρη ενεργοποίησή του, ούτε έστω για τη λειτουργία του:
Στο πνεύμα της αλληλεγγύης και ενόψει του ασυνήθιστου χαρακτήρα της κρίσης COVID -19, συμφωνούμε σχετικά με την ανάγκη καθιέρωσης, για τη διάρκεια της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ενός προσωρινού χρηματοδοτικού εργαλείου βάσει του άρθρου 122 της Συνθήκης της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα προσπαθήσουμε να θέσουμε σε λειτουργία το συγκεκριμένο εργαλείο το συντομότερο δυνατό.
Το εργαλείο αυτό απευθύνεται στη διασφάλιση θέσεων εργασίας, με παρεμβάσεις στο πλαίσιο των εθνικών νόμων, ενώ θα περιλαμβάνει και μέτρα για την Υγεία.
Το εργαλείο θα μπορούσε να στηρίξει πρωτίστως τις προσπάθειες που αφορούν την προστασία των εργαζομένων και των θέσεων εργασίας, τηρώντας παράλληλα τις εθνικές αρμοδιότητες στον τομέα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και ορισμένα μέτρα που σχετίζονται με την υγεία. Η πρόταση αυτή πρέπει να προχωρήσει χωρίς καθυστέρηση στη νομοθετική διαδικασία.
Βέβαια, αν και υπάρχει σαφής αναφορά την άμεση νομοθέτησή του, εν τούτοις στην προηγουμένως περιλαμβάνεται η διατύπωση ότι: Θα προσπαθήσουμε να θέσουμε σε λειτουργία το συγκεκριμένο εργαλείο το συντομότερο δυνατό. Δεν γίνεται δηλαδή καμία αναφορά σε δέσμευση και δεν τίθενται χρονοδιαγράμματα, ούτε προσδιορίζεται εντελλόμενα όργανα.
Σε αυτό το άρθρο, είναι προφανείς οι αντιφάσεις, οι ανταγωνισμοί και οι προσπάθειες υπονόμευσης, καθώς ενώ σημειώνεται ότι:
Η πρόταση αυτή πρέπει να προχωρήσει χωρίς καθυστέρηση στη νομοθετική διαδικασία.
εν τούτοις νωρίτερα γίνεται σαφές ότι δεν μοιράζονται όλοι την ίδια αίσθηση του κατεπείγοντος, με τη φράση
Θα προσπαθήσουμε να θέσουμε σε λειτουργία το συγκεκριμένο εργαλείο το συντομότερο δυνατό.
ενώ δημιουργείται και βάση περιορισμένης συμμόρφωσης και λειτουργικότητας:
Η στάση των κρατών μελών σχετικά με αυτό το μέσο έκτακτης ανάγκης δεν προδικάζει τη θέση σχετικά με μελλοντικές προτάσεις που αφορούν με την ασφάλιση της ανεργίας.
Εν τέλει, χωρίς να έχει προσδιοριστεί οδικός χάρτης για την έναρξη της λειτουργίας του, προσδιορίζεται η λήξη της!
Σύμφωνα με τη νομική του βάση, η πρόσβαση στο εργαλείο θα διακοπεί μόλις περάσει η έκτακτη ανάγκη COVID-19.
Στο σημείο 18 οι υπουργοί Οικονομικών συμφωνούν, μεν, ότι:
απαιτείται μια συνεκτική στρατηγική στην ΕΕ για να υποστηριχθούν οι προσπάθειες των κρατών μελών προκειμένου να επιστρέψουν στην κανονική λειτουργία οι κοινωνίες και οι οικονομίες μας και να προωθήσουν την επανέναρξη της οικονομικής δραστηριότητας και των επενδύσεων για την εξασφάλιση βιώσιμης ανάπτυξης.
ταυτόχρονα όμως αποκαλύπτουν ότι η στρατηγική αυτή ΔΕΝ υπάρχει και παραμένει ζητούμενο.
Η αβεβαιότητας εντείνεται με το άρθρο 19, το οποίο τιτλοφορείται Ταμείο Ανάκαμψης και αποτελεί το πλέον φιλόδοξο μέτρο.
Στο πλαίσιο αυτό, συμφωνήσαμε επίσης να εργαστούμε σε ένα Ταμείο Ανάκαμψης για την προετοιμασία και στήριξη της ανάκαμψης, παρέχοντας χρηματοδότηση μέσω του προϋπολογισμού της Ε.Ε. σε προγράμματα που έχουν σχεδιαστεί για την επανεκκίνηση της οικονομίας σε ευθυγράμμιση με τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες και διασφαλίζοντας την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη με τα κράτη μέλη που έχουν πληγεί περισσότερο.
Και αυτό το εργαλείο όμως θα χρηματοδοτηθεί από υφιστάμενους πόρους, που σημαίνει ότι άλλα projects και τομείς οικονομικής δραστηριότητας θα υποχρηματοδοτηθούν ή ακόμα θα οδηγηθούν σε ασφυξία. Πρόκειται δηλαδή για σχεδιασμό που θα έχει εσωτερικό κόστος για τις χώρες μέλη.
Ένα τέτοιο ταμείο θα είναι προσωρινό, στοχευμένο και ανάλογου μεγέθους με το τρομακτικό κόστος της τρέχουσας κρίσης και θα βοηθήσει να καταμεριστεί σε βάθος χρόνο μέσω κατάλληλης χρηματοδότησης. Σύμφωνα με την καθοδήγηση από τους Ηγέτες, οι συζητήσεις για τις νομικές και πρακτικές πτυχές ενός τέτοιου ταμείου, συμπεριλαμβανομένης και της σχέση του με τον προϋπολογισμό της Ε.Ε., τις πηγές χρηματοδότησής του και για καινοτόμα χρηματοοικονομικά εργαλεία, σε ευθυγράμμιση με τις συνθήκες της Ε.Ε., θα προετοιμάσουν το έδαφος για μια απόφαση.
Προσφέρει βέβαια μια “ηλιαχτίδα ελπίδας” καθώς γίνεται λόγος για “κατάλληλη χρηματοδότηση”, η οποία όμως δεν θα είναι άμεση, αλλά “σε βάθος χρόνου” όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.
Τα άρθρα 20 και 21 προσδιορίζουν με περισσότερες λεπτομέρειες τα κενά στον σχεδιασμό, την ανάγκη μεγαλύτερου ελέγχου και ταχείας απεμπόλησης των έκτακτων μηχανισμών.
Στο άρθρο 20 με τίτλο “Επερχόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο”, γίνεται σαφής αναφορά στον σχεδιασμό της επόμενης ημέρας, κάτω από άλλο πλαίσιο και με διαφορετική στόχευση.
Το επόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο θα διαδραματίσει καίριο ρόλο στην οικονομική ανάκαμψη. Θα πρέπει να αντανακλά τον αντίκτυπο της κρίσης και το μέγεθος των προκλήσεων που είναι μπροστά μας, θέτοντας τις σωστές προτεραιότητες, ώστε να επιτρέψει στα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις επιπτώσεις της κρίσης, να στηρίξουν την οικονομική ανάκαμψη, και να διασφαλίσουν ότι η συνοχή εντός της Ένωσης διατηρείται μέσω της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης και της ευθύνης. Καλωσορίζουμε την πρόθεση της Κομισιόν να προσαρμόσει την πρόταση της για το ΠΔΠ ώστε να αντανακλά τη νέα κατάσταση και τις νέες προοπτικές.
Στο άρθρο 21, “Οδικός χάρτης για την ανάκαμψη”, γίνεται λόγος για τις εν εξελίξει διαβουλεύσεις
σε έναν ευρύτερο Οδικό Χάρτη και ένα Σχέδιο Δράσης για τη στήριξη της ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας μέσω της δημιουργίας θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας και μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητας, σε ευθυγράμμιση με μια βιώσιμη στρατηγική ανάπτυξης.
Εδώ γίνεται αναφορά σε σειρά φαινομενικά ασύνδετων εννοιών:
20200409_eurogroup_decisionΘα πρέπει να δημιουργεί τις συνθήκες για την επανέναρξη των οικονομιών μας προωθώντας παράλληλα την οικονομική σύγκλιση στην Ε.Ε. και μειώνοντας τον κατακερματισμό που μπορεί να προκύψει από την κρίση, μεταξύ άλλων και μέσα από την πλήρη αποκατάσταση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς. Ο πρόεδρος της Κομισιόν και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σε συνεννόηση με άλλους θεσμούς, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΚΤ, έχουν αρχίσει να εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση. Το Eurogroup είναι έτοιμο να συμβάλλει και να στηρίξει το εγχείρημα αυτό.