Ιδιαίτερα ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για την ελληνική οικονομία που δημοσίευσε η ΕΛ.ΣΤΑΤ και αφορούν το τέταρτο τρίμηνο του 2019. καθώς παρατηρείται σηαντική ανάσχεση των ρυθμών ανάπτυξης σε ετήσια βάση και συρρίκνωση σε τριμηνιαία, πριν ακόμα εμφανιστούν τα κρούσματα του κορονοϊού, για τις επιπτώσεις των οποίων έχουν προειδοποιήσει ήδη οι αρχές και οι διεθνείς οργανισμοί.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ σε όρους όγκου, κατά το 4ο τρίμηνο 2019, παρουσίασε μείωση κατά 0,7%, σε σχέση με το 3ο τρίμηνο 2019, ενώ σε σύγκριση με το 4ο τρίμηνο 2018 αύξηση μόλις 1%. Όπερ σημαίνει ότι ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας υποχωρεί στο 1,9% του ΑΕΠ, επίδοση αισθητά χαμηλότερη σε σχέση με τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί, αλλά και τις αναθεωρημένες προβλέψεις διαφόρων φορέων για υπέρβαση ακόμα και του 2%.
Η κατάσταση είναι όμως χειρότερη απ’ ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως, καθώς αν τα παραπάνω στοιχεία ειδωθούν σε συνδυασμό με αυτά για το πρωτογενές πλεόνασμα, όπου επίσης απωλέσθηκε ο στόχος στα έσοδα και τις δαπάνες, τότε διαμορφώνεται ένα μάλλον επικίνδυνο και δυνητικά αποσταθεροποιητικό μίγμα.
Το οικονομικό επιτελείο, βέβαια, δεν φαίνεται να ανησυχεί -όσο θα αναμενόταν- καθώς όπως έχει εγκαίρως επισημάνει το Crisis Monitor και επιβεβαιώνουν διεθνή media, η διεθνής συγκυρία που δημιουργείται από τη σύμπτωση κορονοϊού, εμπορικών εντάσεων και αναδιάταξης των γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ισορροπιών, δημιουργεί χώρο για νέα μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής χαλάρωσης. Η συζήτηση μάλιστα στα σχετικά όργανα φαίνεται ότι επιταχύνεται, καθώς στόχος είναι η έγκαιρη και αποτελεσματική αντίδραση.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, στην Αθήνα, η κυβέρνηση αισιοδοξεί ότι θα λάβει τις απαραίτητες εγκρίσεις ώστε μην χρεωθεί απώλεια των στόχων, ενώ θα υπάρξουν και νέες ενέσεις ρευστότητας με κοινοτικά και εσωτερικά κονδύλια, ιδιαίτερα στους κλάδους που πλήττονται.
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, οι συνέπειες του κορονοϊού, που εμπεδώνονται στο πρώτο τρίμηνο, αλλά αναμένεται να διαρκέσουν τουλάχιστον μέχρι το τρίτο, αναμένεται να επιδεινώσουν την ήδη απογοητευτική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει εσχάτως η ελληνική οικονομία, οδηγώντας διεθνείς οργανισμούς και οίκους αξιολόγησης σε επανεξέταση των προβλέψεών τους για την ελληνική οικονομία.
Τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ
Το ελληνικό ΑΕΠ της χώρας ανήλθε το 2019 στα 194,4 δισ. ευρώ έναντι 190,8 δισ. ευρώ το 2018. Σε όρους όγκου, η τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 1,1%, με τη γενική κυβέρνηση να δίνει τον ρυθμό (+2,1%) και τα νοικοκυριά να ακολουθούν με σημαντικά χαμηλότερο ρυθμό αύξησης στην κατανάλωση, κατά μόλις 0,8%.
Σε ετήσια βάση, προκύπτει επίσης οριακή αύξηση (0,7%) στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, ενώ οι εξαγωγές έτρεξαν με ρυθμό 4,8% και οι εισαγωγές με 2,5%.
Τα στοιχεία του τελευταίου τριμήνου, όμως, δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Το τέταρτο τρίμηνο του 2019 σε σχέση με το τρίτο, η καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε μόλις 0,4%. Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου μειώθηκε κατά 9,7%, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών υποχώρησαν κατά 3,5% και οι εισαγωγές περιορίστηκαν κατά 5%.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το ΑΕΠ, το τέταρτο τρίμηνο σε σχέση με το τρίτο, να καταγράψει μείωση 0,7%.
Το χαμηλότερο των προσδοκιών σημείο εκκίνησης το 2019 επιτείνει τον προβληματισμό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2020, υπό τη βαριά σκιά που ρίχνει στην παγκόσμια οικονομία και κατ’ επέκταση στην ελληνική ο κορωνοϊός. Πρόσφατες εκτιμήσεις του δημοσιονομικού συμβουλίου ανέφεραν ψαλίδισμα της αναπτυξιακής δυναμικής έως και κατά επτά δέκατα (στην περιοχή του 1,88%) για φέτος, ενώ το υπουργείο Οικονομικών έχει εκπονήσει τέσσερα διαφορετικά σενάρια επιδράσεων στην οικονομία, τα οποία συνοδεύονται με αντίστοιχα πακέτα μέτρων άμβλυνσης των επιπτώσεων.
Οι μεταβολές των κυριότερων μεγεθών σε όρους όγκου με εποχική διόρθωση έχουν ως εξής:
Τριμηνιαίες μεταβολές
- Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 0,4% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2019.
- Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 6,7% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2019.
- Μείωση κατά 3,5% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2019 παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 4,3%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 5%.
- Μείωση κατά 5% σε σχέση με το 3ο τρίμηνο του 2019 παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 6,3%, ενώ οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 0,9%.
Ετήσιες μεταβολές
- Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε αύξηση 1,3% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2018.
- Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 14,4% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2018.
- Αύξηση κατά 1% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2018 παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών.
- Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 1,1%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 2,3%.
- Μείωση κατά 0,3% σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2018 παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 2,8% και οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 11,2%.
Κοινή δήλωση υπουργείων Οικονομικών και Ανάπτυξης
«Τα προσωρινά στοιχεία που ανακοίνωσε σήμερα η ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν του 2019 δείχνουν ότι η Ελλάδα πέτυχε τον στόχο για την ανάπτυξη τον οποίο είχε θέσει στον Κρατικό Προϋπολογισμό τον περασμένο Νοέμβριο. Είναι η πρώτη φορά, την τελευταία πενταετία, που η πρόβλεψη του Κρατικού Προϋπολογισμού επιβεβαιώνεται»,
σημειώνουν σε ανακοίνωσή τους τα υπουργεία Οικονομικών και Ανάπτυξης.
«Όπως προκύπτει από τα στοιχεία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών ενισχύεται. Ένα τμήμα αυτής της ενίσχυσης κατευθύνεται στην αύξηση των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα και ένα τμήμα αξιοποιείται από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις για να ρυθμίσουν οφειλές προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες. Το 2ο εξάμηνο το 2019 πάνω από 660.000 οφειλέτες ρύθμισαν οφειλές προς την εφορία, πάνω από 430.000 οφειλέτες ρύθμισαν οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία και πάνω από 149.000 δάνεια ρυθμίστηκαν επιτυχώς από τις τράπεζες και τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων. Παράλληλα, η ανεργία συρρικνώνεται, η επιχειρηματικότητα άρχισε σταδιακά να χρηματοδοτείται και το οικονομικό κλίμα βελτιώνεται.
Συνεχίζουμε, παρά τους αυξημένους εξωγενείς κινδύνους, την προσπάθεια, ώστε η καλή εικόνα της ελληνικής οικονομίας να αποτυπωθεί, το ταχύτερο δυνατό, κατά τον καλύτερο τρόπο, στο πορτοφόλι των πολιτών».