Σε κατάσταση πολιτικού stress βρίσκονται ταυτόχρονα κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην Ελλάδα, καθώς πιέζονται από την αλληλεπικάλυψη ενεργών κρίσεων, αναλώνονται από τα εσωτερικά τους προβλήματα και αναζητούν απεγνωσμένα διεξόδους, επιζητώντας “ασφαλείς” συγκρούσεις και αποφεύγοντας ρήξεις. Το μήνυμα που εκπέμπουν όμως κάθε άλλο παρά ενισχύει την κυβερνησιμότητα, αντ΄αυτού ενισχύεται η τουρκική προκλητικότητα και διευκολύνεται η νωχελικότητα της ΕΕ.
Η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε μια lose-lose situation, καθώς οι απεργιακές κινητοποιήσεις παραλύουν τα αστικά κέντρα, ενισχύοντας τα ερείσματα των κομμάτων της αντιπολίτευσης σε κρίσιμες κοινωνικές και εργασιακές ομάδες, ενώ το προσφυγικό και εθνικά θέματα συμβάλλουν στην ισχυροποίηση της ακροδεξιάς συνιστώσας εντός της Νέας Δημοκρατίας.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, παλινδρομήσεις, όπως αυτή με το προσφυγικό, αστοχίες στα εθνικά θέματα και η προσπάθεια δημιουργίας επικοινωνιακών αναχωμάτων για την προστασία του πολιτικού κεφαλαίου του Κυριάκου Μητσοτάκη, μπορούν να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητας της κυβέρνησης, υποσκάπτοντας την προοπτική εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων και υπεσχημένων. Επίσης, οι υπαναχωρήσεις με γνώμονα το πολιτικό κόστος σε καίρια ζητήματα, όπως το προσφυγικό και τα εθνικά, καθιστούν τον πρωθυπουργό ευάλωτο σε εξωτερικές πιέσεις, δεδομένου ότι η Άγκυρα εργαλειοποιεί αμφότερα επιδιώκοντας την -όχι και τόσο- κρυφή ατζέντα της.
Την ίδια στιγμή, η αξιωματική αντιπολίτευση αποφεύγει κριτική στα εθνικά θέματα, παίζοντας το χαρτί της πολιτικής συνεννόησης για τα εθνικά θέματα, εκπέμποντας μήνυμα συγκατάβασης, ενώ οι τουρκικές προκλήσεις κλιμακώνονται. Ακόμα όμως και τα μικρότερα κόμματα, όπως το ΚΚΕ και το ΜέΡΑ25 τηρούν είτε σιγή ιχθύος, είτε επιχειρούν να αλλάξουν την ατζέντα.
Η συγκυρία
Η χρονική σύμπτωση των ανοιχτών μετώπων στο εσωτερικό με τη διαδικασία επαναπροσέγγισης με την Τουρκία, το προσφυγικό και τα οικονομικά, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία, καθώς η κυβέρνηση είχε την πολιτική ελευθερία να καταρτίσει και να επιβάλλει την ατζέντα, δεδομένου ότι η αντιπολίτευση παραμένει επί μακρόν βυθισμένη σε εσωκομματικές διεργασίες.
Τούτων δοθέντων, φαίνεται ότι τα ανοιχτά μέτωπα διατρέχονται από κοινή επικοινωνιακή στρατηγική, η οποία στοχεύει στην ταχεία εναλλαγή τους και τη σύμπτυξη του πολιτικού κόστους σε μια περίοδο, σχετικά νωρίς στην κυβερνητική θητεία, έτσι ώστε να υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος εμπέδωσης και ανάκαμψης.
Από την άλλη πλευρά όμως, φαίνεται ότι έχει υποτιμηθεί η δυνατότητα παρέμβασης εξωγενών παραγόντων στα εσωτερικά, τα ερείσματα που διαθέτουν σε τοπικές κοινωνίες και η δυνατότητά τους να κινητοποιούν ακόμα και τη ακροδεξιά. να προκαλέσουν κοινωνικές αντιδράσεις έως και αναταραχές. Ενώ όλα αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για το επικοινωνιακό “μπάζωμα”, με ταχεία εναλλαγή θεμάτων, εν τούτοις η προοπτική να αφήσουν μεγαλύτερες ουλές στην κοινωνική συνοχή και να συμβάλλουν στην αναβάθμιση του ρόλου της ακροδεξιάς στη διαμόρφωση του πολιτικού μίγματος στην κυβέρνηση. Πρόκειται για απειλές οι οποίες θα πρέπει να αποτιμηθούν.
Η προοπτική ανακατατάξεων στα media και ισχυροποίησης των διαύλων προώθησης της θέσης της κυβέρνησης, που εξασφαλίζει “peace of mind” στο επικοινωνιακό επιτελείο του Μαξίμου, δεν αποτελεί πανάκεια, ενώ μπορεί να συμβάλλει στην ‘επιλεκτική τύφλωση” του πρωθυπουργού προκειμένου να προωθηθούν άλλες ατζέντες.
Απειλές, εκλογές και… απώλεια ορίζοντα
Οι άλλοτε ευθείες και άλλοτε υποδόριες απειλές για εκλογές από κέντρα και παράκεντρα εξουσίας, δεν στηρίζουν το βασικό κυβερνητικό αφήγημα της πολιτικής σταθερότητας και της επιστροφής στην κανονικότητα. Τα σενάρια περί συμπλοκής εθνικών θεμάτων, εκλογών και εκμετάλλευσης της απλής αναλογικής για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας με αντικείμενο τη διαπραγμάτευση συνυποσχετικού για την προσφυγή στη Χάγη, κυρίως φθείρουν τη διεθνή εικόνα του πρωθυπουργού, περιορίζουν τον πολιτικό ορίζοντα και αναγκάζουν εταίρους, συμμάχους και εν δυνάμει επενδυτές να είναι ακόμα πιο επιφυλακτικοί.
Όσον αφορά την αντιπολίτευση, οι εξελίξεις αυτές θα μπορούσαν να είναι μια καλή ευκαιρία για να επαναπροσδιορίσει τα ερείσματά της στην κοινωνία, να προωθήσει το αφήγημά της και να προβάλλει το κυβερνητικό της σχέδιο. Ωστόσο, τίποτα απ΄όλα αυτά δεν υπάρχει, η εσωστρέφεια κινδυνεύει να αποδειχθεί γάγγραινα για τον ΣΥΡΙΖΑ, οι προσπάθειες μετεξέλιξής του αποδεικνύονται κατώτερες των περιστάσεων και των προσδοκιών και οι κοινωνικές του αναφορές πιο θολές από ποτέ, Η υπερπροβολή του Αλέξη Τσίπρα μπορεί να διευκολύνει την προώθηση του αφηγήματος σε συγκεκριμένα εν δυνάμει στελέχη, αποδυναμώνει όμως συνεκτικούς δεσμούς με δυναμικές-κινηματικού χαρακτήρα ομάδες. Το ενδεχόμενο πολυδιάσπασης του κόμματος εμφανής απειλή, προοπτική που υπονομεύει τη δυναμική διεύρυνσης.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό, με την κυβέρνηση εν μετρία συγχύσει, την αντιπολίτευση εκτός θέσης και το κράτος σε μεταβατικό σοκ, δημιουργούνται κενά εξουσίας, χάνονται μηνύματα και δεν υπάρχει αξιόπιστος μηχανισμός εκφοράς πολιτικού λόγου. Ως εκ τούτου η διεθνής θέση της χώρας αποδυναμώνεται, η παρουσία της περιορίζεται και οι θέσεις της δεν καταγράφονται.