Επιπλοκές που δεν είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού και αγγίζουν την οικονομία, τα εθνικά θέματα και την ασφάλεια της Ελλάδας μπορεί να έχει η διαρκώς κλιμακούμενη ένταση στο προσφυγικό, καθώς απειλεί να μετατραπεί σε κοινωνική αναταραχή, υπό το βάρος της πίεσης των αυξανόμενων ροών και του αισθήματος διάψευσης των προσδοκιών που είχε προεκλογικά καλλιεργήσει η κυβέρνηση.
Η εργαλειοποίηση του ζητήματος από την Τουρκία και η αδυναμία της κυβέρνησης-ΕΕ να ανακόψουν τις ροές στο πλαίσιο της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, παρά τη στήριξη που παρείχε η Γερμανία στην Άγκυρα στο μέτωπο της Συρίας, αποτελούν απόδειξη της προσπάθειας της Άγκυρας να διασυνδέσει το προσφυγικό-μεταναστευτικό και με τα διμερή ζητήματα, τα οποία επιχειρεί να διευρύνει και να αναδείξει.
Παράλληλα, η υποβόσκουσα κοινωνική ένταση, εφόσον δεν εκτονωθεί με τις κινητοποιήσεις που έχουν από καιρό ξεκινήσει και κορυφώνονται σήμερα με πορεία στην Αθήνα, θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να λάβει μεγάλες διαστάσεις και να φτάσει σε επίπεδο κοινωνικών αναταραχών, ακόμα και συγκρούσεων. Η πολιτική έκφραση της αυτοτροφοδοτούμενης έντασης, είναι το πλέον ανησυχητικό στοιχείο, καθώς παραδοσιακά σε τέτοιες καταστάσεις ενισχύονται ακροδεξιά στοιχεία και οργανωμένες κάστες, εντός ή εκτός κομματικών γραμμάτων και σχηματισμών.
Ενδεικτικό του εκρηκτικού κλίματος που έχει δημιουργηθεί, χωρίς όμως να έχει εξαντλήσει τις προοπτικές επιδείνωσής του, είναι ότι η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου αρνήθηκε κάθε στήριξη στην κυβέρνηση για την υλοποίηση των νέων δομών, τα οποία θα έχουν τη μορφή ελεγχόμενων κέντρων διαμονής, αν και είχαν εξαγγελθεί αρχικά ως “κλειστού τύπου”. Σήμερα, μάλιστα, πραγματοποιείται διακομματικό συλλαλητήριο νησιωτών στην Αθήνα, με αίτημα την κατάργηση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου.
Αντιδράσεις, όμως, καταγράφονται και σε επίπεδο προσφύγων και μεταναστών, οι οποίοι ζουν σε ιδιαίτερα προβληματικές συνθήκες στα hot spot, ενώ βλέπουν τις ελπίδες τους για χορήγηση ασύλου να διαψεύδονται μαζικά, καθώς τους τελευταίους μήνες οι αποφάσεις των δευτεροβάθμιων οργάνων είναι ως επί των πλείστων αρνητικές. Το σκηνικό πίεσης, αυτό, όμως, προκαλεί αντιδράσεις, εξάρσεις και συγκρούσεις, οι οποίες με τη σειρά τους έχουν πολύπλευρες επιπτώσεις τόσο στις σχέσεις της κυβέρνησης με τις τοπικές κοινωνίες, όσο και με την ΕΕ. Αν σε αυτά, προστεθεί η τύπου-Βίζεγκραντ προσπάθεια οριοθέτησης των ΜΚΟ, τότε η κυβέρνηση φαίνεται ότι βρίσκεται σε φαύλο κύκλο έντασης.
Το πολιτικό σκηνικό -όπως αυτό διαμορφώνεται προοδευτικά και παροδικά- με την ενεργοποίηση δύο διαφορετικών εκλογικών νόμων στις επερχόμενες ισάριθμες εκλογικές αναμετρήσεις, θα μπορούσε να δημιουργήσει προϋποθέσεις διάχυσης πολιτικής ευθύνης, υπό το προπέτασμα της εθνικής συνεννόησης και στη σκιά εξωτερικών πιέσεων.
Υπ αυτό το πρίσμα θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανό ή ακόμα και βιώσιμο σενάριο εκλογών, κυβέρνησης εθνικής ενότητας -με σκοπό την προσφυγή στη Χάγη- και νέες εκλογές με ενισχυμένη αναλογική, ως διέξοδος στην πολιτική και κοινωνική ένταση στη συνέχεια.
Η ανάδυση του κινδύνου αυτού, όμως, τη στιγμή η οικονομία εδραιώνει την αναπτυξιακή της δυναμική θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες, μεσο-μακροπρόθεσμα. Ενδεχόμενη, μάλιστα, πολιτική αποσταθεροποίηση της Ελλάδας σε αυτή τη φάση θα μπορούσε να υπονομεύσει το γεωπολιτικό της αποτύπωμα στην περιοχή, ενισχύοντας τη θέση και τον ρόλο της Τουρκίας, τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο όσο και στα Βαλκάνια.
Τέτοιες εξελίξεις θα μπορούσα να αποσαθρώσουν το πολιτικό σύστημα, στρέφοντας μεγάλο μέρος του κόσμου σε εξωσυστημικές και αποδεδειγμένες επικίνδυνες δυνάμεις.
Μπαράζ μέτρων για να αντιστραφεί το κλίμα
Η κυβέρνηση, έχοντας αρχικά χάσει κάθε βηματισμό στο προσφυγικό και παρακολουθώντας παθητικά την αύξηση των ροών και την κατάρρευση του συστήματος διαχείρισης σε όλα τα επίπεδα, αναγκάζεται τώρα, να λάβει δραστικά και επιθετικά μέτρα, ενώ παράλληλα επιχειρεί να ανακτήσει πολιτικό κεφάλαιο με την επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος.
Ωστόσο, η ανασύσταση του υπουργείου Μετανάστευσης και η υιοθέτηση της ΠΝΠ για τα νέα κέντρα διαμονής, που ήταν η πλέον κομβική πρωτοβουλία, της κυβέρνησης δεν διασφαλίζει την παύση των παλιών, αλλά αυξάνει τους χώρους και δημιουργεί πρόσθετα βάρη στα νησιά.
Θέλοντας να περιορίσει τις φυγόκεντρες τάσεις η ελληνική κυβέρνηση, ανακοίνωσε αρχικά ότι τα νέα κέντρα διαμονής προσφύγων και μεταναστών θα είναι κλειστού τύπου, ότι θα καταργηθούν τα υφιστάμενα και ότι θα τοποθετήσει πλωτό φράχτη ανοιχτά της Λέσβου.
Παράλληλα, σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει τη ροή της κοινοτικής χρηματοδότησης επαναλαμβάνει τη διαδικασία χορήγησης ΑΜΚΑ στους αιτούντες άσυλο και συμφώνησε την ενίσχυση του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου (EASO), στην Ελλάδα.
Επίσης, θέλοντας να κατευνάσει τις τοπικές κοινωνίες και να δώσει δυνατότητα στα κομματικά στελέχη να επανακτήσουν ερείσματα και να αποστασιοποιηθούν από το ενιαίο μέτωπο, η κυβέρνηση εξήγγειλε αντισταθμιστικά μέτρα στη μορφή οικονομικής στήριξης και αύξησης της αστυνόμευσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, ήδη έχουν μεταφερθεί στην ενδοχώρα 20.000 πρόσφυγες και μετανάστες, τη στιγμή που το πρόγραμμα δημιουργίας νέων δομών στην ηπειρωτική Ελλάδα συνεχίζεται, και συμπλήρωσε ότι «τα νέα κέντρα συνδυάζονται με μια ουσιαστική αποσυμφόρηση των νησιών, καθώς θα έχουν τις μισές θέσεις φιλοξενίας από τις υπάρχουσες δομές».
Αντιστάσεις και αντιδράσεις, όμως, καταγράφονται και στην ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς και εκεί οι τοπικές κοινωνίες αντιδρούν στην εγκατάσταση προσφύγων.
Όσον αφορά στις επιστροφές, ο κ. Μηταράκης δήλωσε ότι με το νέο νόμο του ασύλου δίνεται προτεραιότητα στην εξέταση της αίτησης όσων έρχονται από 1/1/20, προσθέτοντας ότι «υπάρχει ήδη ο κατάλογος των ασφαλών χωρών, με αποτέλεσμα οι αιτήσεις να κρίνονται ως απαράδεκτες μέσα σε 15-20 ημέρες και αυτοί να επιστρέφονται στη Τουρκία. Έχουμε προχωρήσει ήδη σε 8 αποστολές μέχρι σήμερα.
Βέβαια, η Τουρκία, βασική χώρα, που δεσμεύεται με τη συμφωνία με την ΕΕ, αρνείται να επαναπατρίσει πολλές περιπτώσεις, αποδυναμώνοντας έτσι την πολιτική βούλησης επιτάχυνσης που έχει η Ελλάδα.