Επιπλοκές που θα μπορούσαν να έχουν ευρύ αντίκτυπο και σημαντικές επιπτώσεις στη διεθνή θέση της Ελλάδας, την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και την κοινωνική συνοχή, θα μπορούσε να έχει η κλιμακούμενη ένταση στα ελληνοτουρκικά και την ανατολική Μεσόγειο. Η εντεινόμενη και πολύπλευρη πίεση που ασκείται στην κυβέρνηση και πολιτικό σύστημα σε συνδυασμό με τις ευρείες ψυχολογικές επιχειρήσεις μέσω των media που διεξάγει η Άγκυρα, αποκαλύπτουν ότι το σύστημα διαχείρισης κρίσεων δεν είναι έτοιμο και ο Τύπος στην Ελλάδα αρκετά ανώριμος για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά καταστάσεις ολικού στρες.
Η αντιπαράθεση για το αποκλεισμό της Ελλάδας από τη διαδικασία του Βερολίνου, τις πολιτικές ευθύνες και την επιρροή Τουρκίας και Ρωσίας στην ΕΕ, καθώς και για τη στάση της Γερμανίας, σε αυτό το πολυπαραγοντικό και ρευστό σκηνικό, έχει προκαλέσει ένταση στα ελληνικά media, social media και κατ΄επέκταση στην κοινωνία. Η συνεπακόλουθη κοινωνική δυσαρέσκεια, μεταφράζεται πρώιμα σε απώλεια πολιτικού κεφαλαίου για την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό προσωπικά. Τη δυναμική αυτή εκμεταλλεύεται η Τουρκία επενδύοντας σε επιχειρήσεις προπαγάνδας με διαρκείς και επαναλαμβανόμενες προβοκατόρικες δηλώσεις, τις οποίες αναπαράγουν άμεσα και εμφατικά τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για υβριδικό πόλεμο fake news, πλαισιωμένα από δηλώσεις πολιτικών και κινήσεις στο στρατιωτικό μέτωπο, τα οποία ενεργοποιούν ιδιαίτερα επικίνδυνους μηχανισμούς στην ελληνική κοινωνία.
Η αλληλουχία αυτή ενεργοποιεί συντηρητικά και εθνικιστικά αντανακλαστικά στην ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα σε τμήματα της βάσης και του πυρήνα του κυβερνώντος κόμματος, πολλαπλασιάζοντας εκθετικά τις πιέσεις που ασκούνται στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία υπό το ρίσκο απώλειας κρίσιμου -για το έργο της- πολιτικού κεφαλαίου, αντιδρά πολλές φορές με όρους εσωτερικής πολιτικής στα εξωτερικά θέματα.
Σήμερα, με αρκετή καθυστέρηση, τα ελληνικά media αναδεικνύουν τις παρεμβάσεις των εκπροσώπων Τύπου της καγκελαρίας της Γερμανίας και του υπουργείο Εξωτερικών, σύμφωνα με τους οποίους στην ατζέντα της Διαδικασίας του Βερολίνου δεν περιλαμβάνονται θέματα θαλασσίων συνόρων, τα οποία αποτελούν το μείζον ζήτημα για την ελληνική πλευρά.
Το διαρκές πρέσινγκ των προσφυγικών δομών και υποδομών, που οδήγησε σε ανασύσταση του υπουργείου Μεταναστευτικής πολιτικής, παράλληλα έχει ενισχύσει την πρόσβαση ακροδεξιών και ιδεολογικά ακραίων ομάδων στις κοινωνίες των νησιών, υπονομεύοντας σε πολλές περιπτώσεις τη δυνατότητα διαλειτουργικότητας περιφερειακών δομών με το κέντρο. Παράλληλα, η ένταση στη θάλασσα και τον ουρανό του Αιγαίου, επαναφέρει μετ επιτάσεως το θέμα του εκσυγχρονισμού και ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων καθώς και των διεθνών συμμαχιών.
Η κινητικότητα της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, η απροθυμία της ΕΕ, η ασταθής αμερικανική πολιτική και το ρευστό πολιτικό σκηνικό στο Ισραήλ συμβάλλουν στη δημιουργία συστήματος ασύμμετρων πιέσεων προς την Ελλάδα και την κυβέρνηση.
Τα λάθη της Ελλάδας και το χάσμα με την ΕΕ
Σε αυτό το περιβάλλον, η Άγκυρα ανάγκασε ήδη την ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει την ασφαλή στρατηγική σταθερής υπαγωγής στην Ευρώπη. Με ταυτόχρονες πιέσεις στο προσφυγικό και τα εθνικά θέματα, δημιούργησε χάσμα μεταξύ Αθήνας και εταίρων απέναντι στην Τουρκία. Έτσι, η τουρκική διπλωματία εκμεταλλευόμενη την ευρωπαϊκή διαπραγματευτική τακτική του διαχωρισμού θεμάτων, επέλεξε να θέσει το προσφυγικό σε ευρωπαϊκή βάση, αποκλείοντας την Ελλάδα. Εν συνεχεία, πιέζοντας ασφυκτικά στα εθνικά θέματα Ελλάδα και Κύπρο, τη στιγμή που έβρισκε modus vivendi με την ΕΕ στο προσφυγικό, ανάγκασε την Αθήνα να κινηθεί μονομερώς, χωρίς να περιμένει την ΕΕ να διαμορφώσει γραμμή.
Οι πρωτοβουλίες προσέγγισης με τον Χαφτάρ, διεκδίκησης αμερικανικής παρέμβασης για τον East Med και την ανατολική Μεσόγειο, τη στιγμή που η ΕΕ αναζητούσε κοινό έδαφος με την Άγκυρα για τη διαχείριση του προσφυγικού, που είχε κατηγοριοποιηθεί ως μείζον ζήτημα, μετά από ελληνικές παρεμβάσεις, προκάλεσε δυσφορία στους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας και δεύτερες σκέψεις για ενδεχόμενη κρυφή ατζέντα της Αθήνας που θα μπορούσε να εμπλέξει την ΕΕ σε παιχνίδια που δεν επιδιώκει να έχει συμμετοχή.
Παράλληλα, το χάσμα Βερολίνου-Αθήνας ενέτειναν οι αμερικανικές κυρώσεις για τον Nord Strem 2, καθώς αφή στιγμής επιβλήθηκαν ο East Med κατέστη “όμηρος ” στα χέρια της ΕΕ, ως χαρτί στη διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ για την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ.
Trump-effect
Τις εξελίξεις δρομολόγησε η ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της εμπορικής συμφωνίας ΗΠΑ-Κίνας, καθώς απελευθέρωσε ανθρώπινο και πολιτικό κεφάλαιο του Ντόναλντ Τραμπ, το οποίο θα διατεθεί στο μέτωπο επαναδιαπραγμάτευσης εμπορικής και ενεργειακής συνεργασίας με την ΕΕ.
Αν σε αυτά προστεθεί η αντίδραση της Ρωσίας, στον East Med, η οποία συντάσσεται με τη Γερμανία και την Τουρκία στα ενεργειακά, τότε είναι προφανές ότι τα περιθώρια για την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα περιορισμένα και ότι θα πρέπει να εξασφαλίσει ευρύτερες συμμαχίες, με άλλες χώρες της ΕΕ, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής για την προώθηση των ενεργειακών και γεωοικονομικών της συμφερόντων.
Την αρνητική τροπή στις σχέσεις της Αθήνας με τον πυρήνα της ΕΕ, παρά τις στενές επαφές με τη Γαλλία, επιβεβαίωσε η αποστασιοποίηση της Ιταλίας από τον East Med με την αιτιολογία των εσωτερικών αντιδράσεων για τον IGI Poseidon, που αποτελεί ζωτικής σημασίας προέκταση του East Med. Επίσης, η Ιταλία διαφοροποιήθηκε εκ νέου και γεωπολιτικά κατά την υπουργική σύνοδο του Καΐρου, καθιστώντας σαφές ότι η ιδέα του East Med και της σκλήρυνσης της αντιπαράθεσης με την Τουρκία δεν έχει ωριμάσει ακόμα στην ΕΕ, η οποία επιλέγει συνειδητά ρόλο παρατηρητή στις εξελίξεις.
Νωρίτερα, βέβαια, είχε προηγηθεί η χαλάρωση του ελληνοκυπριακού μετώπου που επέτρεψε στην ΕΕ να ακολουθήσει πιο στατική πολιτική χαλιναγώγησης της Τουρκίας, εγκαταλείποντας τη λογική της άμεσης εφαρμογής των συμφωνηθέντων κυρώσεων, έτσι ώστε να μην υπάρξει έξαρση στο προσφυγικό.