Μιλώντας στο Πρωτοχρονιάτικο δείπνο του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών (BND), Δρ. Bruno Kahl, ανέφερε.
«Η Ελλάδα δέχεται το μεγαλύτερο βάρος έναντι άλλων χωρών ως τόπος άφιξης μεταναστών. Η αλληλεγγύη στην Ευρώπη επιβάλλει χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία που έχουν μεγάλα και δύσκολα, λόγω της θάλασσας, σύνορα, να μην αφήνονται μόνες τους, αλλά να αναζητούνται διαρκώς λύσεις, που θα μοιράσουν δίκαια το βάρος».
O κ. Kahl σημείωσε ότι
«Οι προκλήσεις, που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών επηρεάζουν και την οικονομία και τις αποφάσεις στο επιχειρείν. Ο επιχειρηματίας πρέπει καθημερινά να αξιολογεί νέα ρίσκα και να αντιδρά κατάλληλα μπροστά σε κάθε νέα εξέλιξη».
Σχολιάζοντας τον ρόλο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών, τόνισε ότι, έχει την υποχρέωση να συλλέγει και να τροφοδοτεί την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση με όλα τα απαραίτητα στοιχεία, ωστόσο, οι αποφάσεις που λαμβάνονται πάνω στο θέμα του μεταναστευτικού στην Ευρώπη, είναι, όπως επισήμανε, θέμα της πολιτικής.
Αισιόδοξα μηνύματα για την οικονομία
Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, κ. Κωνσταντίνος Μαραγκός, τοποθετήθηκε με αισιοδοξία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, δηλώνοντας ότι
«η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία αποκαθίστανται, το επενδυτικό περιβάλλον βελτιώνεται κι αυτό αποτυπώνεται στην πορεία των ελληνικών χρεογράφων στις αγορές, όπως και στο γεγονός ότι για το 2020 η κυβέρνηση αναμένει ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ κατά πολύ υψηλότερους του 2%, με ένταση των επενδύσεων, τόνωση της ζήτησης, αλλά και μείωση της ανεργίας».
Αναφέρθηκε επίσης στην ανεργία που, όπως είπε, μειώνεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς, κλείνοντας τον Οκτώβριο του 2019 στο 16,6% από 18,5% τον αντίστοιχο μήνα του 2018, στάθηκε στο ζήτημα της νεανικής ανεργίας που παραμένει ένα σοβαρό θέμα για τον τομέα της απασχόλησης, επισήμανε την αύξηση των εξαγωγών κατά 4,4% στο 11μηνο του 2019, όπως και τον δείκτη οικονομικού κλίματος του ΙΟΒΕ, που ήδη φθάνει στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 12ετίας.
Σημείωσε, ωστόσο, και ζητήματα όπως οι αργοί χρόνοι απόδοσης της δικαιοσύνης και τα γραφειοκρατικά εμπόδια τα οποία θα πρέπει, όπως υπογράμμισε, να περιοριστούν σε μεγαλύτερο βαθμό, ενώ τόνισε ως ιδιαιτέρως σημαντικά θέματα για τις επιχειρήσεις τη μείωση της φορολογίας, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω πάταξης της φοροδιαφυγής, καθώς και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων.
Ιδιαίτερη ήταν η αναφορά του και στα κόκκινα δάνεια, για τα οποία σημείωσε ότι
«η προώθηση του σχεδίου Ηρακλής σίγουρα δίνει μια πρώτη διέξοδο, όμως το τραπεζικό σύστημα θα πρέπει να κινηθεί ταχύτατα, ώστε να μειώσει περαιτέρω τις μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις και να απελευθερώσει τις εργασίες του, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη ρευστότητα στις επιχειρήσεις».
Σχολιάζοντας γενικότερα τα όσα πρέπει να γίνουν, ώστε η Ελλάδα να ενισχύσει τη θέση της ως επενδυτικός προορισμός, τόνισε ότι
«η χώρα θα πρέπει να δουλέψει σκληρά και μεθοδικά. Δεν αρκεί για την επίτευξη του στόχου αυτού η πρόθεση και η αποφασιστικότητα της ανώτερης πυραμίδας της διοίκησης. Θα πρέπει να υπάρξει διάχυση ανάλογης διάθεσης και κουλτούρας μέχρι και τα κατώτερα στρώματα. Να αποδεχτεί, δηλαδή, κάθε τμήμα του κράτους ότι οφείλει να λειτουργεί ως ‘ιμάντας’ ανάπτυξης και προσέλκυσης επενδύσεων κι όχι ως αρνητής τους. Σε αυτό το σκηνικό καλούμαστε όλοι να κινηθούμε με γοργά βήματα, καθένας από τη θέση ευθύνης του. Πολιτεία, θεσμικοί παράγοντες και επιχειρήσεις έχουν χρέος να θέσουν το πλαίσιο για ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανασυγκρότησης της οικονομίας, που θα βασίζεται σε δύο πυλώνες: Στην ένταση της εξωστρέφειας και στην αύξηση των ελληνικών και ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα»,
σημείωσε ο κ. Μαραγκός.
Τέλος, ιδιαίτερη ήταν η αναφορά του Προέδρου του Επιμελητηρίου στην καινοτομία. Ειδικότερα, επισήμανε την πραγματοποίηση του πρώτου Ελληνογερμανικού Φόρουμ Καινοτομίας, που διοργάνωσε πέρυσι το Επιμελητήριο από κοινού με τη Γερμανική Πρεσβεία και που, μέσω αυτού, ένας σημαντικός αριθμός ελληνικών επιχειρήσεων είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την εφαρμογή προηγμένων τεχνολογιών από γερμανικές εταιρίες, όπως και τον ρόλο της καινοτομίας στην προσπάθεια του επιχειρηματία να διαφοροποιηθεί του ανταγωνισμού του.
Στο πλαίσιο αυτό, εξάλλου, όπως είπε ο κ. Μαραγκός, θα διοργανωθεί στις 9 Μαρτίου, στο Βερολίνο, σε συνεργασία με την Κεντρική Ένωση Γερμανικών Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων το «Ελληνογερμανικό Οικονομικό Φόρουμ – Όραμα και ευκαιρίες επενδύσεων στην πράσινη οικονομία», που συμφώνησε πέρυσι ο Έλληνας Πρωθυπουργός, κ. Κυριάκος Μητσοτάκης με τη Γερμανίδα Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και το οποίο στοχεύει στην τόνωση των ελληνογερμανικων οικονομικών σχέσεων, την προσέλκυση επενδύσεων από τη Γερμανία και στη δημιουργία joint ventures μεταξύ γερμανικών και ελληνικών επιχειρήσεων.
Ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου αναφέρθηκε επίσης στην ανάληψη συγκεκριμένων δράσεων για την περαιτέρω στήριξη και ενδυνάμωση των ελληνογερμανικών σχέσεων, που συζήτησε πρόσφατα κι ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κ. Άδωνις Γεωργιάδης, στο Βερολίνο, με τον Υπουργό του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας, Πέτερ Αλτμάιερ.
Οι στόχοι του Επιμελητηρίου για το 2020
Ο Γενικός Διευθυντής και Μέλος ΔΣ του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Δρ. Αθανάσιος Κελέμης, στο χαιρετισμό του τόνισε ότι κεντρικός στόχος του Επιμελητηρίου και φέτος θα είναι η ανάδειξη, με πρωτοβουλίες και δράσεις, του “οδικού χάρτη”, που θα φέρει πιο κοντά στη Γερμανική αγορά ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες δίνουν έμφαση στην εξωστρέφεια και, ταυτόχρονα, θα στρέψει το ενδιαφέρον Γερμανών επενδυτών για την Ελληνική αγορά.
Όπως είπε, οι γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν ήδη αυξηθεί στα 4,2 δισ. ευρώ, υποστηριζόμενες συνολικά από 121 γερμανικές και ελληνογερμανικές επιχειρήσεις, που απασχολούν 29.000 εργαζόμενους και πραγματοποιούν ετήσιο τζίρο της τάξης των 8,3 δισ. ευρώ, ή περίπου 3% του ΑΕΠ της Ελλάδας.
Αναφερόμενος στις πρωτοβουλίες, που ανέλαβε το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο κατά την περυσινή χρονιά, στάθηκε στις 800 επιχειρήσεις που δήλωσαν «παρών» σε Διεθνείς Εκθέσεις Γερμανικών Εκθεσιακών Οργανισμών, για τις οποίες αντιπρόσωπος στην Ελλάδα και Κύπρο είναι το Επιμελητήριο, καταλαμβάνοντας συνολική εκθεσιακή επιφάνεια περίπου 18.000 τ.μ., όπως και στις 40 εκδηλώσεις του Επιμελητηρίου, καθώς και στις επιχειρηματικές αποστολές, που υποστήριξε στο εξωτερικό με στόχο την προώθηση ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών και την προσέλκυση επενδυτικού ενδιαφέροντος για αναπτυξιακά έργα στην Ελλάδα.
Ιδιαίτερα ήταν τα σχόλια του κ. Αθ. Κελέμη και για τη φετινή ΔΕΘ, όπου η Γερμανία είναι η τιμώμενη χώρα. Όπως ο ίδιος υπογράμμισε,
το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο θα έχει παρουσία στο Εθνικό Περίπτερο της Γερμανίας. «Σχεδιάζουμε για του εκθέτες μας -ιδιαίτερα για τα μέλη μας- να διοργανώσουμε ένα πλούσιο φάσμα εκδηλώσεων, αναδεικνύοντας το δυναμικό για διμερείς συνεργασίες σε νευραλγικούς τομείς της οικονομίας, όπως για παράδειγμα η Ψηφιοποίηση, η 4η Βιομηχανική Επανάσταση, η Ενέργεια και το Περιβάλλον και η Καινοτομία και τα start-ups»
, πρόσθεσε ο κ. Κελέμης.
Στον χαιρετισμό του ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης τόνισε ότι πυλώνας ανόρθωσης της οικονομίας οι στενές ελληνογερμανικές σχέσεις
«Το 2020 είναι μια χρονιά που θέλουμε να αξιοποιήσουμε, για να αφήσουμε πίσω οριστικά το θέμα της κρίσης». Αυτό δήλωσε ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κ. Άδωνις Γεωργιάδης, μιλώντας στο Πρωτοχρονιάτικο δείπνο του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, για να προσθέσει αμέσως μετά ότι το διάστημα που θα ακολουθήσει, θα χαρακτηριστεί και από τις ιδιαίτερα στενές ελληνογερμανικές σχέσεις στον τομέα της Οικονομίας.
Ο κ. Γεωργιάδης, ο οποίος εκπροσώπησε τον Πρωθυπουργό, κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, στην εκδήλωση, αναφέρθηκε ειδικότερα στο Ελληνογερμανικό Οικονομικό Φόρουμ – Όραμα και ευκαιρίες επενδύσεων στην πράσινη οικονομία, που διοργανώνει το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο στις 9 Μαρτίου στο Βερολίνο και ανέδειξε το 2020 ως τη χρονιά, κατά την οποία οι ελληνογερμανικές οικονομικές σχέσεις θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην ανόρθωση της Ελληνικής Οικονομίας. Όπως ο ίδιος επισήμανε, η Ελληνική Κυβέρνηση πιστεύει στην περαιτέρω ανάπτυξη των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, εκτιμώντας ότι θα εξασφαλίσει αμοιβαία οφέλη.