Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν ωρίμασε απότομα, δεν είναι ακόμα σε θέση να ομονοεί, παρά την σύμπνοια ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ στην υποψηφιότητα της προέδρου του ΣτΕ Αικατερίνης Σακελλαροπούλου για την προεδρία της Δημοκρατίας.
Παρά τους συμβολισμούς του ως πρόσωπο ενδεχομένως να φέρει η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, οι αποφάσεις που οδήγησαν στην υποψηφότητά της ήταν κάθε άλλο παρά ενωτικές. Έτσι, παρά τον χαρακτήρα που επιχειρείται να αποδοθεί στην υποψηφιότητα, στην πραγματικότητα αυτή υποκρύπτει προδήλως οπορτουνιστικές σκοπιμότητες τόσο από την πλευρά του Κυριάκου Μητσοτάκη, όσο και από τον Αλέξη Τσίπρα και τη Φώωη Γεννηματά. Αντιστοίχως, βέβαια, σκοπιμότητες κρύβει και η πρόταση της Μάγδας Φύσσα από το ΜέΡΑ25 και τον Γιάνη Βαρουφάκη.
Είναι προφανές ότι το πολιτικό σύστημα αποφεύγει μια μάχη, που σε αυτή τη φάση θα σήκωνε πολύ σκόνη, δημιουργώντας ένα νέο εσωτερικό μέτωπο, τη στιγμή που το διεθνές σκηνικό είναι εύφλεκτο και η κυβέρνηση δεν έχει βρει ακόμα τον βηματισμό της.
Από την πλευρά της κυβέρνησης η υποψηφιότητα της προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί κίνηση με πολλά οφέλη, καθώς επιτυγχάνει να κενώσει τη θέση του προέδρου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το μόνο θεσμικό όργανο που είχε διορίσει ηγεσία η προηγούμενη κυβέρνηση, ενώ παράλληλα επιβεβαιώνει το κεντρώο στίγμα και ηγετική φυσιογνωμία του πρωθυπουργού, στέλνοντας μήνυμα στη σκληρή δεξιά συνιστώσα της ΝΔ ότι το κόμμα μετατοπίζεται πολιτικά.
Για την αξιωματική αντιπολίτευση η αποδοχή της υποψηφιότητας της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου ήταν επίσης απόφαση πολιτικής τακτικής, καθώς απέφυγε να πέσει στην παγίδα ενός νέου μετώπου που θα αποπροσανατόλιζε από την εξωτερική πολιτική, η οποία ροκανίζει το πολιτικό κεφάλαιο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα, όμως, έχει και εσωκομματικές προεκτάσεις καθώς συμπίπτει με τις διεργασίες διεύρυνσης προς το κέντρο, οι οποίες έχουν προκαλέσει εσωτερικές τριβές. Η σύμπλευση με τη Νέα Δημοκρατία, σε αυτή τη φάση, καταδεικνύει αναζωπύρωση του ανταγωνισμού για την κατάληψη του χώρου του κέντρου. ενώ παράλληλα καθιστά σαφές στις πιο αριστερές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ ότι η πορεία έχει χαραχθεί και το νέο πολιτικό κράμα του κόμματος θα είναι αισθητά διαφοροποιημένο από το υπάρχον.
Για το ΚΙΝΑΛ, η πρόταση της Αικατερίνης Σακαλλαροπούλου και η σύμπλευση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έγινε αντιληπτή ως νέα “επίθεση” στον χώρο του Κέντρου. Απαντώντας σε αυτή η Φώφη Γεννηματά ήταν αναγκασμένη να προασπιστεί τα κοινωνικά της ερείσματα και την πολιτική της ταυτότητα.
Αντιστοίχως, ο Γιάνης Βαρουφάκης, κινήθηκε επίσης έξυπνα και αριβιστικά, καθώς η επιλογή της Μάγδας Φύσσα, μητέρας του δολοφονηθέντος από χρυσαυγίτες, Παύλου Φύσσα, μετά τη συμφωνία των τριών μεγάλων κομμάτων στο πρόσωπο της προέδρου του ΣτΕ, ήταν επίσης κίνηση πολιτικού αριβισμού με στόχο να διεκδικήσει τον πολιτικό χώρο που φαίνεται να αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ στα αριστερά του, καθώς επιχειρεί να μετακινηθεί προς το κέντρο.
Για τον προσδιορισμό των κινήτρων πίσω από τις πολιτικές αποφάσεις ιδιαίτερο ρόλο παίζει ο χρονισμός των ανακοινώσεων, καθώς όλες ακολούθησαν την πρόταση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ένδειξη ότι ο Αλέξης Τσίπρας είχε προαποφασίσει να μην ανοίξει μέτωπο στο εσωτερικό αν του άφηνε έστω και το παραμικρό περιθώριο η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αντιστοίχως, η Φώφη Γεννηματά επίσης δεν εππέδειξε πρωτοβουλία, ούτε σε σημειολογικό επίπεδο, θέλοντας ακριβώς να καταδείξει ότι βρίσκεται στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι. Τέλος, ο Γιάνης Βορουφάκης ανακοίνωσε την υποψηφιότητα της Μάγδας Φύσσσα μόνο μετά τη σύμπλευση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝ.ΑΛ με τη Νέα Δημοκρατία, επιχειρώντας να λανσάρει εαυτόν ως γνήσια αριστερή και κινηματική εναλλακτική, απέναντι στην αστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε διαφορετική περίπτωση, αν οι πολιτικοί αρχηγοί ήθελαν να προσδώσουν ιδιαίτερο πολιτικό και κοινωνικό συμβολισμό στις υποψηφιότητες για την προεδρία της Δημοκρατία, θα κινούσαν διαδικασίες σε επίπεδο κομματικών οργάνων, θέτοντας ονόματα επί τάπητος και πυροδοτώντας πραγματική και ουσιαστική συζήτηση όσο τόσο για τα πρόσωπα αλλά πρωτίστως για τους συμβολισμούς της θέσης.