Η κατάσταση στη Λιβύη οδεύει για εκτόνωση και… παγίωση καθώς Πούτιν, Ερντογάν και Μέρκελ παρεμβαίνουν ενεργά στις εξελίξεις, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται εκτός πλαισίου διαπραγματεύσεων και δεν θεωρείται παράγοντας της εξίσωσης, status που δεν κατέστη εφικτό να αλλάξει ούτε με τις επαφές στις ΗΠΑ, αλλά ούτε με την έντονη κινητικότητα του υπουργού Εξωτερικού Νίκου Δένδια.
Η δυναμική των εξελίξεων και η άμεση συμμετοχή της Τουρκίας σε όλο το φάσμα των διαδικασιών ειρήνευσης και διαμόρφωσης της επόμενης ημέρας, αποτελούν στοιχεία που αν αξιολογηθούν σε όλη τους τη διάσταση, αναδεικνύουν την προοπτική παγίωσης καταστάσεων και συμβιβασμών σε δευτερεύοντα μέτωπα. Έτσι, ακόμα και στη βάση της υιοθέτησης από την ΕΕ και τις ΗΠΑ, της κόκκινης γραμμής της Ελλάδας για την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων από την Τουρκία, το πιθανότερο σενάριο έκβασης είναι αυτό της πλήρους αποχής από την περιοχή, κάτι που ανέφερε στις δημόσιες δηλώσεις μπροστά στον Ντόναλντ Τραμπ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
“Νομίζω ότι γενικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο πρέπει να απόσχουμε από μια τέτοια δραστηριότητα, που προκαλεί ανάφλεξη οποιουδήποτε είδους, εμείς θέλουμε ειρήνη και σταθερόητα”
Η φράση αυτή ακολουθούσε την παρέμβαση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την τουρκική προκλητικότητα και την παραβίαση της ελληνικής κυριαρχίας από το Μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης. Η πρόταση αυτή όμως, καταδεικνύει διάθεση της Ελλάδας να υπαναχωρήσει από οποιαδήποτε δραστηριότητα προκαλεί ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Ήτοι, για την Τουρκία ένταση προκαλεί η τρέχουσα χάραξη του East Med…
Επίσης, η Ελλάδα έχασε πολύτιμο χρόνο που παρείχε η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας και οι εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη. Μετά την ανακοίνωση της κατ αρχήν συμφωνίας Ουάσιγκτον και Πεκίνου, το μέτωπο ΗΠΑ-ΕΕ ήταν ζήτημα χρόνου να ενεργοποιηθεί, όπως και έγινε με τις κρυώσεις για τον Nord Stream 2. Το σκηνικό αυτό είχε άμεσο αντίκτυπο στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ προώθησε τον στενότερο εναγκαλισμό με τη Ρωσία, της οποίας τα συμφέροντα ταυτίζονται με την Τουρκία στα ενεργειακά.
Περιορίζοντας το διακύβευμα στην αποφυγή θερμού επεισοδίου με την Τουρκία, η Ελλάδα αποδέχεται στη πραγματικότητα ως τετελεσμένο έναν ψυχρό πόλεμο που δημιουργεί de facto γκρίζες ζώνςε και υποβόσκουσες πηγές έντασης.
Η Ελλάδα κατάφερε μόνο να εξασφαλίσει την πρόθεση υποστήριξης από τη Γαλλία, μέσω της δέσμευσης για τα εξοπλιστικά, ενώ οι επαφές με την Άγκελα Μέρκελ ήταν περιορισμένες, με τη Ρωσία υποτυπώδεις και με τη Ρώμη ατελέσφορες. Την ίδια στιγμή οι επαφές των υπολοίπων μεταξύ τους σε διμερές και πιο διευρυμένο επίπεδο διαρκείς και παραγωγικές οδηγώντας στη δέσμευση Πούτιν στη διαδικασία του Βερολίνου, την πρωτοβουλία εκεχειρίας Πούτιν-Ερντογάν, τη συνάντηση Μέρκελ-Πούτιν στη Μόσχα. και την υπό πίεση συμμόρφωση Χαφτάρ. Σήμερα, μάλιστα, υπογράφεται η εκεχειρία μεταξύ Σάρατζ και Χαφτάρ στη Ρωσία, στο πλαίσιο της κοινής πρωτοβουλίας Τουρκίας-Ρωσίας.
Συνεπώς, οι κίνδυνος είναι πλέον είτε να συρθεί η Ελλάδα από θέση αμύνης στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, πριν επεκτείνει την αιγιαλίτιδα και πριν ανακηρύξει ΑΟΖ, αποδεχόμενη απόφαση που θα μπορούσε δυνητικά να τις περιορίζει στα τρέχοντα, είτε συμφωνήσει σιωπηρά σε πάγωμα της διαδικασίας εκμετάλλευσης υδργονανθράκων και χάραξης του αγωγού East Med.
Πως φτάσαμε εδώ
Η Ελλάδα βρέθηκε στη λάθος πλευρά των διαπραγματεύσεων και των εξελίξεων στην ανατολική Μεσόγειο, καθώς μπορεί να επένδυσε στον ισχυρό παίχτη της Λιβύης, ήτοι τον Χαφτάρ, αυτός όμως είχε ήδη ισχυρούς υποστηρικτές, ενώ η ΕΕ, μέλος της οποίας ήταν η Ελλάδα βρισκόταν στο πλευρό του Σάρατζ χρηματοδοτώντας την GNA.
Η Τουρκία από την άλλη πλευρά, αναγνώρισε τον κενό χώρο που άφησαν στην ελληνική διπλωματία και εξωτερική πολιτική, οι ανακατατάξεις στον μηχανισμό και η επαναξιολόγηση της κατάστασης ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής αλλαγής. Παράλληλα, εκμεταλλευόμενη τα πολλά σημεία πίεσης προς την Ελλάδα και την υπό αναδιάταξη ΕΕ, κατάφερε να αποσπάει άπαντες από τον πραγματικό της στόχο, εργαλειοποιώντας το προσφυγικό και το Κυπριακό και επενδύοντας στους φόβους των Ευρωπαίων.
Στην Αθήνα, την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση αποδείχθηκε δέσμια της επιτελικής πυραμιδοποίησης του μηχανισμού και του εσωτερικού ανταγωνισμό των επιτελών για τον καθορισμό τομέων ευθύνης και για “το αυτί” του πρωθυπουργού. Οι σύμβουλοι του Μαξίμου επικράτησαν, καθοδηγώντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε πολιτική κατευνασμού της Άγκυρας, όσο οικοδομούνταν ο δίαυλος με τον Λευκό Οίκο. Η καθυστέρηση όμως στη συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ αποτέλεσε μήνυμα αποδέσμευσης για τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε και τον “νεκρό” χρόνο.
Έχοντας χάσει τον βηματισμό στις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να επαναφέρει στοιχειωδώς το δόγμα της πολυεπίπεδης διπλωματίας. Έτσι, επιχείρησε να εκμεταλλευθεί τη διάθεση του Πεκίνου να αναπτύξει τους δεσμούς, λόγω της εν εξελίξει αντιπαράθεσης με την Ουάσιγκτον, καθώς και την επιθυμία της Ρωσίας να αποκαταστήσει τα πατήματά της στην Ελλάδα. Η δυναμική όμως αυτή απομάκρυνε την Ελλάδα από τα κέντρα λήψης αποφάσεων σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες, ενώ η χαλάρωση του κοινού μετώπου με την Κύπρο, στο πλαίσιο της επιδίωξης πολιτικής διαχωρισμού των ελληνοτουρκικών από το Κυπριακό, υποβάθμισε την συνολική επικινδυνότητα της Τουρκίας σε ad hoc πρόκληση.
Η Ελλάδα στην απομόνωση
Παράλληλα, στην Αθήνα, οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί μεταξύ του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού, της ηγεσίας του ΥΠΕΞ και του Υπουργείου Άμυνας, δημιούργησαν περιβάλλον ασύμμετρης πληροφόρησης, με αποκλεισμούς και εμφράγματα στην επικοινωνία. Ακόμα και η ΕΥΠ, που τελεί υπό ευρεία αναδιάρθρωση, βρέθηκε εκτός θέσης, δεν μπόρεσε να εντοπίσει και να αναδείξει κρίσιμες πληροφορίες και σε πολλές περιπτώσεις δεν λειτούργησαν τα φίλτρα και φαίνεται ότι διαπεράστηκε από επιχειρήσεις αντιπληροφόρησης, συμβάλλοντας στον αποπροσανατολισμό του συστήματος λήψης αποφάσεων.
Μόνο όταν η Τουρκία ξεδίπλωσε την πολιτική προκλήσεων με την υπογραφή του διπλού Μνημονίου με τη Λιβύη αντιλήφθηκε ο πρωθυπουργός ότι δεν έχει πλήρη και διεξοδική ενημέρωση για τα ανοιχτά μέτωπα. Ακόμα και τότε όμως οι ενέργειες που ακολούθησαν ήταν σπασμωδικές, χωρίς στρατηγική λογική και κατέληξαν να εντείνουν το πρόβλημα.
Η απέλαση του Λίβυου πρέσβη παγίωσε την απόσταση Αθήνας-Τρίπολης, οι επαφές με τον Χαφτάρ, απομάκρυναν την Ελλάδα από τον ευρωπαϊκό άξονα και η έλλειψη επαφών υψηλού επιπέδου με Ευρωπαίους ηγέτες, έδειξε στον Ταγίπ Ερντογάν ότι βρίσκεται πιο κοντά στο Βερολίνο και τη Ρώμη απ’ ότι η Ελλάδα. Εν συνεχεία, τα προβλήματα προσέγγισης με τις ΗΠΑ, η αποτυχία της ομογένειας να εξασφαλίσει ποιοτικό χρόνο στον Κυριάκο Μητσοτάκη με τον Ντόναλντ Τραμπ και η καταφυγή στον ισραηλινό δίαυλο για τον Λευκό Οίκο αποτέλεσαν ενδείξεις απουσίας στρατηγικής.
Η επιτάχυνση της διαδικασίας υπογραφής του East Med αν και προωθήθηκε ως επιτυχία και απόδειξη της ισχύος του κοινού μετώπου, στην πραγματικότητα κατέδειξε την απουσία του, καθώς η αποστασιοποίηση της Ιταλίας και η εν συνεχεία ακύρωση της επίσκεψης Πομπέο (ο οποίος είχε παραστεί στην υπογραφή στο Ισραήλ) στην Κύπρο, έδειξαν ότι ΗΠΑ και ΕΕ δεν θα εμπλακούν ενεργά στον γεωπολιτικό-γεωοικονομικό ανταγωνισμό Ελλάδας-Τουρκίας, καθιστώντας έτσι το ζήτημα διμερές και περιφερειακό.
Άλλαξαν τα πλάνα των ΗΠΑ
Την κατάσταση περιέπλεξαν έτι περαιτέρω οι αμερικανικές κυρώσεις στον Nord Stream 2, παρά την ενεργοποίηση της συμφωνίας Ρωσίας-Ουκρανίας, καθώς έθεσαν ΕΕ και Γερμανία σε θέση άμυνας, υπονομεύοντας την υλοποίηση του εν εξελίξει ενεργειακού σχεδιασμού, καθώς ο East Med αποτελεί εγχείρημα αμερικανικών συμφερόντων. Συνεπώς, για Βερολίνο και Βρυξέλλες, ο East Med τίθεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Ουάσιγκτον, τόσο σε ενεργειακό επίπεδο, όσο και σε εμπορικό, δεδομένου ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ετοιμάζεται να ανοίξει το συγκεκριμένο μέτωπο με την ΕΕ.
Επίσης, μη έχοντας λάβει πρόσκληση για τη διαδικασία του Βερολίνου, η χρησιμότητα της Ελλάδας για τις ΗΠΑ, περιορίζεται σε αυτή της διόδου οικονομικών συμφερόντων και χάνει αυτή του διαύλου επικοινωνίας με την ΕΕ. Αυτό καταδεικνύεται από την άμεση επικοινωνία που είχε ο Ντόναλντ Τραμπ, για τη Λιβύη, με την Άγκελα Μέρκελ, τον Βλάντιμιρ Πούτιν και τον Τζουζέπε Κόντε. Τούτων δοθέντων, η αποστολή μηνυμάτων μέσω κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Έλληνα πρωθυπουργό δεν είχε πλέον αντικειμενικό σκοπό. Αντιθέτως, μια τέτοια κίνηση από μέρους του προέδρου των ΗΠΑ, θα προκαλούσε αναστάτωση στην Άγκυρα, ρισκάροντας να υπονομεύσει τις εν εξελίξει πρωτοβουλίες από Ρωσία και Γερμανία.
Περιοριζόμενος σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και χωρίς χωρίς τις συνηθισμένες εξάρσεις φιλίας που τον διακρίνουν, ο Ντόναλντ Τραμπ, έδωσε το πράσινο φως στον Ταγίπ Ερντογάν να παίξει όλα τα του χαρτιά στ Λιβύη, καθώς τα συμφέροντα των ΗΠΑ τίθενται εν αναμονή.