Νέα δυναμική αποκτά η έρευνα για την πτώση του Boeing 737-800 των Διεθνών Ουκρανικών Αερογραμμών στο Ιράν, καθώς μετά το μπαράζ αποκαλύψεων για την κατάρριψη από πύραυλο και τις δηλώσεις των πρωθυπουργών του Καναδά και της Μεγάλης Βρετανίας, υπό το βάρος της διεθνούς πίεσης, η Τεχεράνη έστειλε επισήμως προκλήσεις για συνδρομή στη διερεύνηση σε Ουάσιγκτον και Τορόντο.
Το ομοσπονδιακό Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας Μεταφορών (National Transportation Safety Board, NTSB) των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι έλαβε επίσημη ειδοποίηση από τις αρχές του Ιράν για τη συντριβή του Boeing 737-800 ουκρανικής εταιρείας και όρισε διαπιστευμένο αντιπρόσωπό του στην έρευνα που διενεργείται για το δυστύχημα, αποδεχόμενο την πρόκληση που του απηύθυνε η Τεχεράνη.
Παράλληλα, η καναδική Υπηρεσία Ασφάλειας των Μεταφορών (Bureau de la sécurité des Transports, BST) γνωστοποίησε ότι γίνονται προετοιμασίες προκειμένου ο δικός της αντιπρόσωπος που συμμετέχει στην έρευνα να επισκεφθεί τον τόπο της συντριβής του αεροσκάφους.
Η συντριβή, που είχε αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους όλοι οι επιβαίνοντες — συνολικά 176 άνθρωποι — έγινε λίγες ώρες μετά τα πλήγματα του Ιράν εναντίον αμερικανικών βάσεων στο Ιράκ, με τις ιρανικές ένοπλες δυνάμεις σε κατάσταση συναγερμού.
Τα σενάρια και ο “ψυχολογικός πόλεμος”
Αρχικά το Ιράν έκανε λόγο για μηχανική βλάβη, ωστόσο χθες πηγές που μίλησαν στο Newsweek και video που δημοσιοποίησαν οι New York Times επαναφέρουν μετ επιτάσεως το σενάριο της κατάρριψης από αντιαεροπορικό πύραυλο του Ιράν. Την εκδοχή αυτή υποστήριξαν με δημόσιες δηλώσεις τους οι πρωθυπουργοί του Καναδά και της Μεγάλης Βρετανίας, Τζάστιν Τριντό και Μπόρις Τζόνσον.
Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι Καναδάς και Μεγάλη Βρετανία είναι συμμαχικές των ΗΠΑ χώρες και μετέχουν στη συμμαχία “Five Eyes”, που δημιουργήθηκε για την αντιμετώπιση της κινεζικής επεκτατικότητας στη Νότια Σινινή Θάλασσα και έχουν υπογράψει κοινής χρήσης πληροφοριών από δορυφόρους και άλλα μέσα.
Ωστόσο, τόσο η Τεχεράνη, όσο και η Μόσχα διατυπώνουν αντιρρήσεις για την εκδοχή της κατάρριψης, με τα media που ελέγχονται από το Κρεμλίνο να στιγματίζουν τις διαρροές και τις πηγές τους ως εργαλεία προπαγάνδας και άσκησης διεθνούς πίεσης του βαθέου κράτους των ΗΠΑ, που εστιάζουν στη στοχοποίηση της Τεχεράνης και του Τραμπ.
Το υπουργείο Εξωτερικών του Ιράν θεωρεί πως η υπόθεση της κατάρριψης του επιβατικού αεροσκάφους αποτελεί επιχείρηση «ψυχολογικού πολέμου» εναντίον της χώρας και κάλεσε τον Καναδά να «μοιραστεί» όποια στοιχεία διαθέτει για το φερόμενο πλήγμα στο αεροσκάφος με τις ιρανικές αρχές. Προσκάλεσε παράλληλα την αμερικανική κατασκευάστρια του 737-800 NG «να συμμετάσχει» στην έρευνα.
Σε χωριστή ανακοίνωσή του, ο εκπρόσωπος της ιρανικής κυβέρνησης Αλί Ραμπί ανέφερε ότι η Γαλλία, με δεδομένο ότι η κατασκευάστρια των μηχανών του Μπόινγκ είναι εν μέρει γαλλική εταιρεία (η CFM είναι κοινοπραξία της αμερικανικής General Electric και της γαλλικής Safran), επίσης «μπορεί να λάβει μέρος στην έρευνα», όπως και όλες οι χώρες υπήκοοι των οποίων χάθηκαν στην καταστροφή.
Πάντως, το θερμικό αποτύπωμα του Μπόινγκ όπως το κατέγραψαν αμερικανικοί δορυφόροι δείχνει πως το αεροπλάνο φλεγόταν πριν συντριβεί, σύμφωνα με τους αξιωματούχους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίστοιχο περιστατικό συνέβη και παλαιότερα πάνω από τις περιοχές που μάχονται φιλορώσοι αυτνομιστές με ουκρανικά κυβερνητικά στρατεύματα στην Ουκρανία. ΗΠΑ και ΕΕ κατηγορούν τους αυτονομιστές για την κατάρριψη και τη Μόσχα για τν παροχή εξοπλισμού, αλλά το Κρεμλίνο αρνείται οποιαδήποτε ανάμειξη.