Μια ακόμη υπαναχώρηση ένταντι του Ταγίπ Ερντογάν κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ αρνούμενος να υπογράψει το ψήφισμα της Βουλής και της Γερουσίας που αναγνωρίζει τη Γενοκτονία των Αρμενίων, όπως διαμήνυσε η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου.
Η διευκρινιστική αυτή δήλωση από τον Τραμπ έρχεται μετά από το νέο μπαράζ απειλών που εξαπέλυσε ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος έφτασε στο σημείο να αναφερθεί σε ενδεχόμενη αναγνώριση της γενοκτονίας των Ινδιάνων (γηγενών Αμερικανών) και στο ενδεχόμενο να εκδιωχθούν οι αμερικανικές δυνάμεις από τη βάση στο Ιντσιρλίκ.
Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, αναφερόμενη στο «Ψήφισμα της Γερουσίας 150», με το οποίο επικυρώθηκε η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων για αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία είπε:
«Η θέση της κυβέρνησης δεν έχει αλλάξει. Οι θέσεις μας εκφράζονται από την ανακοίνωση που είχε κάνει ο πρόεδρος τον περασμένο Απρίλιο».
Η Γερουσία επικύρωσε την απόφαση στις 12 Δεκεμβρίου, ξεπερνώντας τα εμπόδια που έθεσαν αρκετές φορές Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές.
Ο Λευκός Οίκος είτε βρίσκεται σε πλήρη ρήξη με τα νομοθετικά σώματα και με τους Ρεπουμπλικάνους, όσον αφορά τη στάση απέναντι στην Τουρκία, είτε οι ΗΠΑ παίζουν τον Ταγίπ Ερντογάν σε διπλό ταμπλό, με τη Γερουσία και τη Βουλή να προσφέρουν ερείσματα και όπλα στον Τραμπ, ο οποίος θα ρίχνει -για να τα κάψει- στο διαπραγματευτικό τραπέζι με τον Ταγίπ Ερντογάν.
Το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί πάντως, είναι ιδιαίτερα περίπλοκο, καθώς ο Ταγίπ Ερντογάν έχει πετύχει να διασυνδέσει θέματα που δεν έχουν ουσιαστική σχέση, θέλοντας έτσι να ισχυροποιήσει τη διαπραγματευτική του θέση, στο πλαίσιο της μαξιμαλιστικής εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο τέως Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Ντόναλντ Τραμπ, ο Τζον Μπόλτον, έχει κατηγορήσει ανοιχτά τον πρόεδρο των ΗΠΑ ότι η στάση του απέναντι στην Τουρκία υπαγορεύεται από προσωπικά και οικονομικά συμφέροντα.
Η στάση της Τουρκίας απέναντι στη Ρωσία και μέσα στο NATO έχει προβληματίσει πολύ τις συμμαχικές χώρες, ενώ οι ΗΠΑ φαίνεται ότι έχουν υιοθετήσει πολιτική κατευνασμού έναντι του Ταγίπ Ερντογάν, η προκλητικότητα του οποίου βρίσκεται σε έξαρση.