Εντείνεται η κινητικότητα στον χώρο των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα, καθώς η ανάκαμψη εδραιώνεται και οι ρυθμοί ανάπτυξης και ενίσχυσης της εσωτερικής κατανάλωσης ενισχύονται, με τη Wind να βρίσκεται -για πολλοστή φορά- στο στόχαστρο επενδυτικών κεφαλαίων, τη στιγμή που η Forthnet/NOVA περνά στον έλεγχο της Alter Ego του εφοπλιστή Βαγγέλη Μαρινάκη.
Εκτός από την ενίσχυση της εσωτερικής κατανάλωσης, όμως, οι επενδυτές προσβλέπουν επίσης στην ανάπτυξη του 5G και την καθετοποίηση στον τομέα της ψυχαγωγίας και ενημέρωσης, μέσα από τις πλατφόρμες των εταιριών κινητής και σταθερής τηλεφωνίας.
Το περιβάλλον στην ελληνική αγορά τηλεπικοινωνιών ήταν πάντα ολιγοπωλιακό, ενώ κατά τη διάρκεια της κρίσης συγκεντρώθηκε ασφυκτικά σε τρεις εταιρίες κινητής και σταθερής (OTE, Vodafone, Wind). Η Forthnet/NOVA, από την άλλη πλευρά, αν και η πρώτη με διείσδυση στα media και το συνδρομητικό περιεχόμενο, βρίσκεται για τουλάχιστον μια 5ετία σε ύφεση και δεν διαθέτει άδεια κινητής, χάνοντας έτσι τη δυνατότητα προσφοράς πολυσιανδυαστικών πακέτων.
Η υπόθεση της Wind
Τα σενάρια για το ενδιαφέρον ξένων funds να μπουν στη Wind αξιολογούνται ως βάσιμα, οι παράμετροι όμως ενός τέτοιου deal είναι πολλές και οι περισσότερες ακόμα θολές και ασαφείς.
Οι επενδυτές που ελέγχουν τώρα την εταιρία, Golden Tree, Cyrus Capital, φαίνονται διατεθειμένοι να πουλήσουν, καθώς η παραμονή τους προσεγγίζει τη 10ετία, κυρίως γιατί δεν μπορούσαν να πουλήσουν μεσούσης της κρίσης στην Ελλάδα.
Υπ΄αυτό το πρίσμα, υπάρχουν οι βάσεις deal και αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος στην εταιρία, ωστόσο δεν είναι ούτε άμεσο, ούτε εύκολο να συμβεί, καθώς το τοπίο στην αγορά τηλεπικοινωνιών και media βρίσκεται υπό ριζική αναδιάταξη με την είσοδο νέου μεγάλου παίχτη. Επίσης, η προοπτική ανάπτυξη 5G που αποτελεί τη βασική προοπτική του κλάδου της κινητής τηλεφωνίας, παραμένει θολή.
Στο χρηματοοικονομικό-επενδυτικό σκέλος, η Wind βρίσκεται σήμερα σαφώς σε καλύτερη και δυνητικά βελτιούμενη θέση, όπως πιστοποιεί η επιτυχής έξοδός στις αγορές. Η εταιρία άντλησε 525 εκατ. ευρώ με τα οποία θα αποπληρωθεί προγενέστερο δάνειο πολύ υψηλού κόστους που είχε συνάψει το 2016 κυρίως με τους μετόχους της. Έτσι περιορίζεται η έκθεσή τους, κατοχυρώνουν τα κέρδη και εξαργυρώνουν κεφάλαιο. Σε αυτό το διάστημα, η Wind απέδιδε υψηλή τοκοφορία (10%) προς τους μετόχους, οι οποίοι δεν εισέπρατταν μέρισμα, για οποίο υπήρχε άλλωστε υψηλή φορολογία.
Η κίνηση αναδιάρθρωσης της κεφαλαιακής βάσης και περιορισμού του χρηματοδοτικού κόστους της εταιρίας αποτελεί απόφαση που ερμηνεύεται από media και αναλυτές ως προοίμιο αλλαγής σελίδας στην ιδιοκτησία της εταιρίας. Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν συνδυάζεται με τη “λίστα Μητσοτάκη” για τα υπό πώληση ελληνικά assets. Ωστόσο, μπορεί απλώς να αποτελεί μια κίνηση εξορθολογισμού και επαναφοράς στην κανονικότητα δεδομένης της μείωσης της φορολογίας σε κέρδη και μερίσματα.
Οι τηλεπικοινωνίες αλλάζουν
Η αποκρυστάλλωση των νέων δεδομένων, πάντως, αναμένεται να συμβάλλει καθοριστικά στην εκδήλωση διεθνούς επενδυτικού ενδιαφέροντος για την αγορά. Τούτων δοθέντων, οι υφιστάμενοι μέτοχοι της Wind δεν θα είχαν λόγο να βιάζονται, μετά από τόσα χρόνια επένδυσης, εφόσον οι προοπτικές είναι ευοίωνες, τόσο σε επίπεδο κατανάλωσης και εσόδων, όσο για την ανάπτυξη σε νέους τομείς.
Το ενδιαφέρον των ξένων για την εταιρία, όπως καταγράφεται από τα δημοσιεύματα των ελληνικών media, σε αυτή τη φάση, θα μπορούσε να εντάσσεται ακόμα και στην ευρύτερη πρσπάθεια δημιουργίας κλίματος, δεδομένου ότι η περίοδος είναι ιδιαίτερα πρώιμη.
Η “λίστα Μητσοτάκη” και το επενδυτικό κλίμα
Θρυαλλίδα, πάντως, για τα δημοσιεύματα και το ενδιαφέρον, φαίνεται ότι αποτέλεσε ανάδειξη της Wind στη λίστα με τα εγχώρια προς πώληση assets που παρουσίασε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στις ΗΠΑ. Στόχος της λίστας που παρουσίασε ο πρωθυπουργός ήταν ακριβώς η πυροδότηση κινητικότητας και ενδιαφέροντος, που θα συμβάλλει στην επιστροφή της Ελλάδας στα επενδυτικά ραντάρ, δημιουργώντας βάθος στην αγορά και εδραιώνοντας την αίσθηση εύκολης εισόδου και εξόδου για τους εν δυνάμει επενδυτές.
Συνεπώς, ασχέτως της επίτευξης ή όχι συμφωνίας για την πώληση της Wind, το μείζον ζήτημα που αναδεικνύεται μέσα από τα δημοσιεύματα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που αυτά δημιουργούν, είναι η αναθέρμανση του επενδυτικού κλίματος και του διεθνούς ενδιαφέροντος για fair priced assets στην Ελλάδα. Πρόκειται για προσπάθεια αλλαγής σελίδας, καθώς μέχρι στιγμής το ενδιαφέρον των ξένων για την Ελλάδα επικεντρώνονταν στα undervalued-bargain assets, τα οποία προσέλκυαν επενδυτές συγκεκριμένου προφίλ και επενδυτικού ορίζοντα.