Έντονο προβληματισμό στην τραπεζική κοινότητα και τους επενδυτές προκαλεί η έκθεση του ΔΝΤ, ιδιαίτερα το εδάφιο που αναφέρεται στις τράπεζες, καθώς αναφέρεται ξεκάθαρα σε ανάγκη αναζήτησης πρόσθετων κεφαλαίων.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης, οι συστημικές τράπεζες θα βρεθούν σύντομα μπροστά στην ανάγκη αύξησης κεφαλαίου, καθώς επιχειρούν να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους, μειώνοντας επιθετικά τα NPE-NPL’s. Παράλληλα, στρώνει το έδαφος και για την ενεργοποίηση του σχεδίου της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς αναγνωρίζει, μεν, τη θετική δυναμική του “Ηρακλή”, αλλά επισημαίνει ότι δεν επαρκεί.
Το ΔΝΤ σκιαγραφεί την ανάγκη νέων αυξήσεων κεφαλαίου, καθώς επισημαίνει ότι
- η πρόσβαση σε χρηματοδότηση χωρίς εγγυήσεις είναι ανύπαρκτη,
- οι επιθετικές πωλήσεις κόκκινων δανείων, έχουν αντίκτυπο στην κεφαλαιακή βάση,
- το σχέδιο “Ηρακλής” δεν επαρκεί για την επίτευξη των στόχων
- Τα NPEs παραμένουν τα υψηλότερα στην Ευρώπη, ενώ
- η κερδοφορία των τραπεζών είναι η χαμηλότερη,
- η ποιότητα των κεφαλαίων δεν είναι καλή, λόγω του υπολογισμού του αναβαλλόμενου φόρου, τα κεφάλαια που τον απαρτίζουν όμως δεν έχουν δυνατότητα απορρόφησης ζημιών.
Συνεπώς, το Ταμείο αναφέρει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα χρειαστούν πρόσθετα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση ακόμη και των πιο μετριοπαθών στόχων μείωσης των NPEs που θα συμφωνηθούν με τον SSM, ενώ θα πρέπει να γίνεται και συμμόρφωση με το προσωρινό ημερολόγιο του Μηχανισμού.
Επίσης, στην έκθεση αναφέρεται ότι το σχέδιο «Ηρακλής» δεν είναι πανάκεια για την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών από τα NPE-NPL’s, και εκτιμά ότι θα χρειαστεί «κάποιας μορφής δημόσια στήριξη».
Επί τάπητος τίθεται και ο εκσυγχρονισμός των τραπεζών, ο οποίος σύμφωνα με την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών θα απαιτήσει επενδύσεις της τάξης του 1 δισ, για τις τέσσερις συστημικές την προσεχή 3ετία. Ωστόσο, χωρίς παραγωγή εσωτερικού κεφαλαίου, με αδύναμη κερδοφορία και την ανάπτυξη της οικονομίας να υποαποδίδει, δεν βλέπει να υπάρχουν λύσεις χρηματοδότησης από ίδια ίδια κεφάλαια.
Με τις διατυπώσεις αυτές το ΔΝΤ φαίνεται ότι προωθεί την ενεργοποίηση του σχεδίου της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο ο Γιάννης Στουρνάρας έχει εξ αρχής επισημάνει ότι είναι συμπληρωματικό.
Τέλος, το ΔΝΤ επικρίνει τις επαναλαμβανόμενες ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, που έγιναν τη μνημονιακή περίοδο, θέλοντας έτσι να επιστήσει την προσοχή στις προειδοποιήσεις της περιόδου για αποσπασματικές και βραχύβιες λύσεις, που είχε απευθύνει. Παράλληλα, η έκθεση προσδιορίζει την καθαρή ζημιά του ελληνικού Δημοσίου από τις τράπεζες στα 45 δισ.
Η έκθεση του ΔΝΤ, πάντως, είναι η μόνη που μπορεί να παράσχει την απαιτούμενη τεκμηρίωση για την αδυναμία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας να αναζητήσει υψηλότερα επίπεδα και τις πιέσεις που δέχονται οι μετοχές των τραπεζών, παρά τα εν γένει θετικά στοιχεία που ανακοινώνονται.