Ο διασυνδετήριος αγωγός φυσικού αερίου Ελλάδα-Βουλγαρία (IGB) και το έργο πλωτής αποθήκευσης και επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) στην Αλεξανδρούπολη, που αποτελούν εξόχως σημαντικές ενεργειακές εξελίξεις γεωστρατηγικής σημασίας και σταδιακής ανάδειξης της χώρας μας σε βασικό κόμβο ενεργειακής διαμετακόμισης (hub) στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και Μεσογείου, ενισχύοντας παράλληλα τη βασική ευρωπαϊκή πολιτική για διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών και οδών διαμετακόμισης, γίνονται, με ταχείς ρυθμούς, πραγματικότητα.
Γράφει ο Χαράλαμπος Πίππος
Επίτιμος Δντης Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος. Πρ. Πρόεδρος Ομάδας “Ενέργεια” Συμβουλίου ΕΕ.
Η υλοποίηση αυτών των δυο σημαντικών ενεργειακών έργων είναι, μεταξύ άλλων, το αποτέλεσμα σύντονων και καλά προετοιμασμένων εργασιών και διαπραγματεύσεων σε εθνικό (Υπουργείο Ενέργειας και ΔΕΠΑ), διμερές (Ελλάδα-Βουλγαρία) και ευρωπαϊκό (Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Συμβούλιο Ενέργειας) επίπεδο, ιδίως στο κρίσιμο διάστημα 2009 -2014.
Στο πλαίσιο των σχετικών πολυετών και πολυμερών εργασιών ο γράφων είχε την εξαιρετική τιμή και τύχη να έχει παίξει σημαντικό ρόλο – κλειδί ως αρμόδιος Διευθυντής Ευρωπαϊκών και Διεθνών Ενεργειακών Σχέσεων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Εθνικός Εκπρόσωπος της χώρας μας στον Τομέα Ενέργειας καθώς και Πρόεδρος της Ομάδας “Ενέργεια” του Συμβουλίου της Ε. Ένωσης επί τελευταίας Ελληνικής Προεδρίας (Α’ εξάμηνο 2014).
Συγκεκριμένα, ιδίως κατά την κρίσιμη τριετία 2012-2014, επιτύχαμε, μεταξύ πολλών άλλων, θεσμική ένταξη των δύο αυτών έργων βαρύνουσας ενεργειακής σημασίας στα λεγόμενα “Έργα Κοινού (δηλαδή Ευρωπαϊκού) Ενδιαφέροντος (:Projects of Common Interest -PSI)”, μετά μακρές διαπραγματεύσεις σε ευρωπαϊκό διακρατικό επίπεδο στο πλαίσιο καθύλην αρμόδιων Ομάδων Εργασίας υπό την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις Βρυξέλλες, στις οποίες συμμετείχαν διαπιστευμένοι εθνικοί εκπρόσωποι όλων των κρατών -μελών, μεταξύ οποίων ο γράφων, με επακόλουθη τελική έγκρισή τους από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επίσημη ένταξή τους σε σχετικό Κοινοτικό Κανονισμό, ως ευρωπαϊκά έργα υψηλής προτεραιότητας, με σημαντική κοινοτική συγχρηματοδότηση και γενικότερη διοικητική και πολιτική στήριξη.