Σε επικοινωνιακή δίνη που θα μπορούσε να υπονομεύσει την κυβερνητική πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων κινδυνεύει να βυθιστεί η ελληνική κυβέρνηση, επιλέγοντας να αντιπαρατεθεί με το ΔΝΤ, επί της έκθεσης που εξέδωσε το διοικητικό συμβούλιο.
Αν και η έκθεση αποκλίνει σημαντικά από τις προβλέψει του προϋπολογισμού για το 2020 και στους στόχους για την ανάπτυξη, εν γένει είναι εμφανώς βελτιωμένη, εξαίρει την κυβέρνηση για τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες και ζητά μεγαλύτερη τόλμη. Ωστόσο, από ελληνικής πλευράς επελέγη να απαντηθεί και μάλιστα με επίσημο τρόπο, μέσω επιστολής του εκπροσώπου της χώρας στο Ταμείο, με ρητορική ιδιαίτερα επιθετική έως και… εριστική.
Παράλληλα, η έκταση που δόθηκε στην απάντηση τα φίλα προσκείμενα στην κυβέρνηση media, ανέδειξε το θέμα ως μείζον και κυρίαρχο στην οικονομική και πολιτική ατζέντα, τραβώντας την προσοχή.
Συνεπώς, δημιουργείται η εικόνα και η αίσθηση έλλειψης ενημέρωσης και προβλημάτων στους διαύλους επικοινωνίας, μεταξύ της κυβέρνησης και του διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου, γεγονός που χρεώνεται στην ελληνική πλευρά, δεδομένου ότι το Ταμείο διανύει φάση αλλαγής διοίκησης.
Η σύγκρουση
Η υψηλών τόνων αντίδραση της ελληνικής κυβέρνηση, μέσω του εκπροσώπου της στο Ταμείο, προδίδει αμηχανία, ελλειπή προετοιμασία και προσπάθεια διαχείρισης της κατάστασης με επικοινωνιακούς όρους, στρατηγική που όποτε έχει επιλεγεί, στο παρελθόν, έχει παράξει επιβλαβή για τη θέση της εκάστοτε κυβέρνησης και της χώρας αποτελέσματα.
Τώρα, μια τέτοια, επίθεση αποκαλύπτει προβλήματα επικοινωνίας στις σχέσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τη διοίκηση του Ταμείου, κάτι που αποκωδικοποιείται εύκολα από εταίρους και αντιπάλους και επίσης υπονομεύει την προσπάθεια προσέλκυσης επενδύσεων, καθώς οι αντιπαραθέσεις κυβερνήσεων με θεσμούς όπως το ΔΝΤ, αυξάνουν το risk premium και καθιστούν τους επενδυτές πιο επιφυλακτικούς.
Το σκηνικό που δημιουργείται, όμως, έχει και γεωπολιτικές προεκτάσεις, καθώς οι εκθέσεις του ΔΝΤ αποτιμώνται και ως προς το επίπεδο των σχέσεων της κυβέρνησης με την αμερικανική και τις ευρωπαϊκές, ενώ η ρητορική του διοικητικού συμβουλίου εκλαμβάνεται ως προειδοποίηση για τις θέσεις που διατυπώσουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Αν μάλιστα η κατάσταση ιδωθεί σε αντιδιαστολή με αποτελέσματα που πήρε η Τουρκία από τις σχέσεις Τραμπ-Ερντογάν, τότε είναι σαφές ότι το διεθνές προφίλ φθείρεται και εκτόπισμα κινδυνεύει να αδυνατίσει.
Η ανάλυση του ΔΝΤ εντόπισε ότι ακριβώς αναμενόταν να βρει, ήτοι τους κινδύνους που δημιουργούν τα πρόσθετα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης, τα οποία είναι ελλιπώς αποτιμημένα, με αποτέλεσμα να αναγκάσουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Eurogroup να παρατείνουν τις διαβουλεύσεις για τον προϋπολογισμό κατά ένα μήνα.
Στην πραγματικότητα, το ΔΝΤ στην έκθεσή του δεν προβαίνει σε νέα κριτική, αλλά επισημαίνει σημεία που έχει και στο παρελθόν αναφέρει, με την ίδια ένταση. Σε οικονομικό επίπεδο αναγνωρίζει και επισημαίνει τους κινδύνους που εγείρονται από τις χαμηλότερες του αναμενομένου επιδώσεις, ενώ στις προβλέψεις συμφωνεί με την Κομισιόν, προβλέποντας μίνι αναπτυξιακή “έκρηξη” και σταδιακή αποθέρμανση μέχρι το 2025. Οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την επέκταση του ΑΕΠ, όπως της Κομισιόν, υπολείπονται των παραδοχών που κάνει η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό του 2020, καθώς στα μοντέλα λαμβάνονται υπόψη οι ιστορικές επιδόσεις.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, η ανάπτυξη θα βρίσκεται στο 1,8% για το 2019, ενώ θα ανέβει στο 2,3% το 2020 (η αρχική πρόβλεψη έκανε λόγο για 2,2%). Η έκθεση αποδίδει αυτή την επιτάχυνση στη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και τις υψηλότερες ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες θα διευκολυνθούν από την εισροή ξένων κεφαλαίων. Παρόλα όμως αυτά, αναγνωρίζει ότι οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις και η χαμηλή παραγωγικότητα σε συνδυασμό με ορισμένες «κληρονομιές» της κρίσης θα συνεχίσουν να αποτελούν πάγιες προκλήσεις που θα επηρεάζουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ανάπτυξης.
Όπως αναφέρεται,
«η νέα κυβέρνηση ορθώς δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη, αλλά αντιμετωπίζει μια δύσκολη μάχη. Οι προοπτικές ανάπτυξης επηρεάζονται από κληρονομιές του παρελθόντος (υψηλό δημόσιο χρέος, μη εξυπηρετούμενα δάνεια, υπερχρεωμένους δανειολήπτες), χαμηλή παραγωγικότητα, έλλειψη επενδύσεων, ασθενής κουλτούρα πληρωμών και δυσμενή δημογραφικά στοιχεία».
Αναφορικά με τους βραχυπρόθεσμους κινδύνους, το Ταμείο επισημαίνει τον αυξανόμενο εμπορικό προστατευτισμό, την ασθενέστερη παγκόσμια ανάπτυξη, τα εμπόδια που τίθενται στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και στην περαιτέρω επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών.
Επίσης το ΔΝΤ αναθεωρεί επί τα βελτίω τις προβλέψεις για τα πλεονάσματα. Αρχικά το ΔΝΤ εκτιμούσε ότι το 2019 το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα ξεπεράσει το 3,3% του ΑΕΠ, ενώ υποστηρίζει τώρα ότι αυτό θα διαμορφωθεί στο 3,7% του ΑΕΠ. Βελτιωμένες είναι και οι εκτιμήσεις για το 2020, αν και κάτω από τον στόχο του 3,5%
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης
Η ελληνική πλευρά απάντησε σε έντονο ύφος μέσω του εκπροσώπου στο ΔΝΤ Μιχάλη Ψαλιδόπουλου, αναφέροντας ότι η έκθεση του Ταμείου δίνει υπερβολική έμφαση στο παρελθόν και σε προκλήσεις και υποτιμά τις θετικές πρόσφατες εξελίξεις οι οποίες βελτιώνουν σημαντικά τις προοπτικές. Παράλληλα, επισημαίνεται όρι είναι σαφές ότι οι αρχές υποεκτιμούν ότι οι οικονομικές προοπτικές της χώρας μας είναι πολύ πιο ευνοϊκές από ό,τι περιγράφονται στην έκθεση του ΔΝΤ.
Καλείται μάλιστα το Ταμείο στις επόμενες εκθέσεις του να διεξάγει πολύ πιο ισορροπημένη αποτίμηση και να δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στο μέλλον.
“Σύμφωνα με την εκτίμηση των ελληνικών αρχών, που επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις στην αγορά, οι ελληνικές οικονομικές προοπτικές είναι πολύ πιο ευνοϊκές από αυτές που παρουσιάζονται στην Έκθεση”,
αναφέρει σε επιστολή του ο εκπρόσωπος της Ελλάδας.
Αναφέρεται σε περιγραφές του Ταμείου που είναι ανακριβείς και δεν συνιστούν μια ισορροπημένη εκτίμηση των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα κατά την εποχή του προγράμματος.
Η ελληνική πλευρά επισημαίνει ότι η κυβέρνηση
“έχει την ιδιοκτησία της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας και έχει εκλεγεί με εντολή να την εφαρμόσει και ως εκ τούτου υπάρχει ισχυρή κοινωνική συναίνεση”.
Επισημαίνεται επίσης ότι “οι αναπτυξιακές και δημοσιονομικές προβλέψεις των ελληνικών αρχών, όπως αναφέρονται στο σχέδιο Προϋπολογισμού για το 2020 είναι πολύ πιο αισιόδοξες”.
Η ελληνική πλευρά μέσω του εκπροσώπου της καταλήγει στην τοποθέτησή της ότι
“παρά τα πλεονεκτήματά της, η έκθεση δίνει υπερβολικά μεγάλο βάρος στο παρελθόν και στις προκλήσεις και υποτιμά τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις που βελτιώνουν σημαντικά τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας”.
Άπιαστο όνειρο το πλεόνασμα
Στην έκθεση του ΔΝΤ γίνεται λόγος για “επίτευξη συναίνεσης με τους Ευρωπαίους εταίρους σχετικά με χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα που θα παράσχουν πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για πολιτικές κοινωνικής ένταξης και ανάπτυξη. Ωστόσο επισημαίνεται ότι δεν πρέπει να υποκαταστήσουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Καλύτερος προγραμματισμός για τους φορολογικούς κινδύνους, μαζί με έναν μηχανισμό εξομάλυνσης που θα επιτρέπει προσωρινές αποκλίσεις από τους δημοσιονομικούς στόχους σε περίπτωση σοκ, θα βοηθούσε”.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι υπερκαλύπτεται ο δημοσιονομικός στόχος για φέτος (3,7% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα, βελτιώνοντας την πρόβλεψη κατά 0,2% έναντι των προηγούμενων εκτιμήσεών του) αλλά κάνει σαφές ότι αυτό δεν θα καταστεί εφικτό το 2020 (3,1% πρωτογενές πλεόνασμα) ούτε στη συνέχεια (2,7% με 2,2% πρωτογενές πλεόνασμα από το 20221 έως το 2024), λόγω των ασκούμενων πολιτικών. Πρόκειται για μία θέση με την οποία δεν διαφωνεί μόνο η Αθήνα αλλά και η Επιτροπή που έχει ήδη έχει ήδη επιβεβαιώσει την επίτευξη του στόχου το 2020 και το 2021.
Αναφέρει επιπλέον ότι προκειμένου να καλύψει η κυβέρνηση τον στόχο μπορεί να επαναλάβει και τον επόμενο χρόνο την επιλογή της υποεκτέλεσης του προϋπολογισμού Δημοσίων επενδύσεων.
“Παρά τη δέσμευση της κυβέρνησης για ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2020, το ΔΝΤ προβλέπει πως το πρωτογενές πλεόνασμα θα μειωθεί στο 3% του ΑΕΠ στο πλαίσιο των τρεχουσών πολιτικών”
εκτιμώντας επίσης ότι τα μέτρα εξισορρόπησης “είναι ανεπαρκή ή / και εξαιρετικά αβέβαια.”
Σε καλό δρόμο χρέος-NPL’s
Συντηρητικές είναι επίσης -κατά παράδοση- οι εκτιμήσεις για τον ρυθμό ανάπτυξης, τώρα αλλά και μακροχρόνια, για τα οφέλη στο κόστος δανεισμού και στη βιωσιμότητα του χρέους από την αλλαγή συνθηκών στην αγορά ομολόγων, αλλά και για την επάρκεια των παρεμβάσεων μείωσης των NPLs και για τον εμπροσθοβαρή χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων.
Η έκθεση βιωσιμότητας δείχνει
“κινδύνους για τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής ασθενέστερης ανάπτυξης, των χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων ή / και της υλοποίησης των ενδεχόμενων υποχρεώσεων”
όπως είναι οι αποφάσεις του ΣτΕ, αναφέρει το Ταμείο.
Κριτική ασκεί και για το εργασιακό, επιμένοντας στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στη μείωση της δαπάνης για συντάξεις ώστε να αλλάξει το “μείγμα” πολιτικής και να γίνει πιο αναπτυξιακό.