Με ένα μίγμα υπεραισιόδοξων παραδοχών, πολιτικών αναφορών και καλής θέλησης η Κομισιόν αποφάνθηκε ότι η Ελλάδα θα πιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους για το 2020, βασιζόμενη όμως κυρίως στους μηχανισμούς και τα μέτρα που οδηγούσαν στην επίτευξη υπερπλεονασμάτων, ως δικλείδες ασφαλείας, καθώς όπως παραδέχεται στην έκθεσή της, η απόσταση που χωρίζει τις προβλέψεις του προϋπολογισμού από αυτές της Διεύθυνσης Οικονομικών Υποθέσεων είναι μεγάλη.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση για την Ελλάδα, η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε το πρώτο εξάμηνο του έτους, όμως αναμένεται να παραμείνει ανθεκτική, παρά τους αντίθετους ανέμους του ισχνότερου εξωτερικού περιβάλλοντος.
Η συνεχιζόμενη ανάκαμψη πιθανότατα θα στηριχθεί από τα κέρδη στα μερίδια των εξαγωγικών αγορών και από τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, που στόχο έχουν να τονώσουν τις επενδύσεις και να μειώσουν τα κόστη εργασίας. Το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να καταγράψει πλεόνασμα το 2019 για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, κάτι που θα διευκολύνει μια ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους. Η Ελλάδα, τονίζει η Κομισιόν, προβλέπεται να επιτύχει τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς της στόχους, βελτιώνοντας ταυτόχρονα την ποιότητα των δημόσιων οικονομικών της.
Στην έκθεση της Κομισιόν υποστηρίζεται, επίσης ότι η οικονομική ανάπτυξη συνεχίζεται, αλλά με ελαφρώς βραδύτερο ρυθμό. Ο ρυθμός ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ μειώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2019 στο 1,5% (σε ετήσια βάση). Η άτονη επίδοση σε επίπεδο ανάπτυξης το α’ τρίμηνο (1,1% σε ετήσια βάση) οφείλεται σε μια μείωση των καθαρών εξαγωγών καθώς και σε μείωση της κρατικής κατανάλωσης. Αυτά αντισταθμίστηκαν εν μέρει το β’ τρίμηνο (1,9%), ωστόσο ο ρυθμός ανάπτυξης σε σταθερές τιμές παρέμεινε χαμηλότερος από τον μέσο όρο του 2018.
Παρά τα υψηλότερα διαθέσιμα εισοδήματα μέσω της βελτίωσης των συνθηκών στην αγορά εργασίας, η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά -0,1% (σε ετήσια βάση) το α’ εξάμηνο του 2019. Λόγω των ισχυρών βελτιώσεων στην επιχειρηματική και καταναλωτική εμπιστοσύνη κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, η κατανάλωση αναμένεται αυξημένη το β’ εξάμηνο του 2019.
Η Κομισιόν επιχειρεί να ενισχύσει τη μεταρρυθμιστική ροπή της νέας κυβέρνησης, χωρίς ωστόσο να την αποτιμά, αλλά αποδεχόμενη το γενικότερο σενάριο ότι δηλαδή οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες θα έχουν θετική επίπτωση στην ανάπτυξη, εν μέσω εξωτερικών αντίθετων ανέμων.
Όπως επισημαίνει, η υποτονική προοπτική για την οικονομία της Ευρωζώνης αναμένεται να περιορίσει την ανάπτυξη των εξαγωγών, αν και αυτή η επίπτωση πιθανότατα θα ανακοπεί κάπως από τις αυξήσεις των μεριδίων αγορών των ελληνικών εξαγωγών.
Επιπλέον, η μεταβολή στη σύνθεση των φορολογικών εσόδων προς λιγότερο στρεβλωτικούς φόρους, που συνοδεύονται από μέτρα κοινωνικής πολιτικής, αναμένεται να στηρίξει την ανάπτυξη των επενδύσεων και της απασχόλησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάπτυξη του ΑΕΠ προβλέπεται πως θα ενισχυθεί στο 2,3% το 2020, για να υποχωρήσει στο 2,0% το 2021.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της απασχόλησης αναμένεται να παραμείνει πάνω από το 2% το 2019 και το 2020 και να επιβραδυνθεί κάπως στη συνέχεια, φέρνοντας το ποσοστό της ανεργίας στο 14% το 2021. Ο πληθωρισμός αναθεωρήθηκε προς τα κάτω στο 0,5% για το 2019 λόγω της επίπτωσης της μείωσης του ΦΠΑ το β’ τρίμηνο καθώς και της χαμηλότερης του αναμενόμενου αύξησης των τιμών του πετρελαίου. Το 2020 και 2021 ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί στο 0,6% και 0,9% αντίστοιχα, ευθυγραμμιζόμενος με τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη και τις πληθωριστικές πιέσεις από τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις.
Τα πτωτικά ρίσκα ως προς τις προβλέψεις, σημειώνει η Κομισιόν, πηγάζουν από μια επιβράδυνση στην εξωτερική ζήτηση, καθώς και από μια επίμονη υποεκτέλεση του προϋπολογισμού των δημοσίων επενδύσεων. Τα ανοδικά ρίσκα σχετίζονται με μια αξιοσημείωτη βελτίωση στο επιχειρηματικό και καταναλωτικό κλίμα, που ακόμα δεν έχει «μεταφραστεί» σε σημαντικές αυξήσεις στις δαπάνες. Η βελτιωμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και στον τραπεζικό δανεισμό θα δώσουν περαιτέρω ώθηση στην ανάπτυξη.
Η πρόβλεψη για το 2020 λαμβάνει υπόψη τις προβλεπόμενες μειώσεις σε φόρους και περιορισμένη αύξηση σε κοινωνικά επιδόματα προς οικογένειες. Το πακέτο (αξίας 0,6% του ΑΕΠ) περιλαμβάνει μείωση κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες στον φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων, μεταρρύθμιση στη φορολόγηση του εισοδήματος φυσικών προσώπων που περιλαμβάνει την εισαγωγή φορολογικού συντελεστή 9% για τα χαμηλά εισοδήματα και μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης.
Το πακέτο συνοδεύεται από μέτρα που εξασφαλίζουν ότι είναι δημοσιονομικά ουδέτερο, στηρίζοντας την υψηλότερη εισροή έμμεσων φόρων (σ.σ. ηλεκτρονικές αποδείξεις) και αναθεωρήσεις στις οροφές δαπανών. Συνολικά η Ελλάδα αναμένεται να πιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους το 2020 και το 2021.
Το δημοσιονομικό outlook αντανακλά ακόμα τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ για τις συντάξεις και τη δέσμευση των αρχών να διαχειριστεί το πιθανό κόστος από τη νομοθέτηση που θα ακολουθήσει εντός των οροφών δαπανών του υπουργείου Εργασίας. Ωστόσο, η πρόβλεψη παραμένει υπό αβεβαιότητα, ενόψει μιας ακόμα δικαστικής απόφασης για τις συντάξεις που αναμένεται, ενώ επιπρόσθετη πίεση μπορεί να υπάρξει από προηγούμενες πολιτικές πρωτοβουλίες που επηρεάζουν τους μισθούς στο δημόσιο και την αύξηση των προσωρινών εργαζόμενων. Στα «θετικά ρίσκα» από υπερβολικές οροφές στις δαπάνες έχουν ως ένα βαθμό περιοριστεί αλλά παραμένουν ουσιαστικά.
Το πλεόνασμα αναμένεται να περιοριστεί κατά 0,3% του ΑΕΠ το 2020 και ελαφρά να βελτιωθεί το 2021. Η προβλεπόμενη μείωση του 2020 οφείλεται στην πληρωμή της πρώτης δόσης που σχετίζεται με τα μέτρα ελάφρυνσης χρέους του 2019 και την αναμενόμενη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Ενόψει της προβλεπόμενης μείωσης του παραγωγικού κενού, η δομική ισορροπία αναμένεται σταδιακά να μειωθεί, φτάνοντας το 1,2% του ΑΕΠ το 2021. Το χρέος αναμένεται να μειωθεί σημαντικά, από το 181,2% του ΑΕΠ στο 163,1% του ΑΕΠ το 2021.