Στρατηγική της πολιτικής απεμπλοκής και του επικοινωνιακού “μπαζώματος” φαίνεται ότι επιλέγουν κυβέρνηση και τραπεζίτες για το ζήτημα των χρεώσεων που αναδείχθηκε σε μείζον μετά από ένα μπαράζ άκαιρων και άστοχων κινήσεων εκατέρωθεν που προκάλεσε παρέμβαση του πρωθυπουργού, η οποία όμως οδήγησε την κατάσταση σε αδιέξοδο και αύξησε το πολιτικό κόστος, υπονομεύοντας παράλληλα την την υλοποίηση των business plan των τραπεζών.
Τη στιγμή που οι τράπεζες βρίσκονται στο μικροσκόπιο εποπτικών αρχών και επενδυτών και επιχειρούν να πείσουν για την αποτελεσματικότητα στην εφαρμογή των επιχειρηματικών τους σχεδιασμών και των capital action plans, οι πολιτικές παρεμβάσεις υψηλών τόνων και η εικόνα αντιπαράθεσης που δημιουργείται, εντείνουν το κλίμα ανασφάλειας, δεν συμβάλλουν στην ενίσχυση της σταθερότητας και περιορίζουν την προβλεψιμότητα.
Αναλυτές, επενδυτές και ελεγκτές έχουν ήδη εκφράσει τον προβληματισμό τους προς προς τους τραπεζίτες, ενώ ενήμερη είναι και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών η οποία διαθέτει ανοιχτό δίαυλο με τις αγορές.
Σήμερα οι τράπεζες ήταν προγραμματισμένο να αυξήσουν μια σειρά από χρεώσεις συναλλαγών, στο πλαίσιο της στρατηγικής ενίσχυσης της οργανικής τους κερδοφορίας και βελτιστοποίησης της αποδοτικότητας του συνόλου της πελατειακής τους βάσης. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ότι συμβαίνει, ή τουλάχιστον όχι στην κλίμακα που αναμενόταν.
Στην πραγματικότητα, μέχρι στιγμής κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει επακριβώς ποιές χρεώσεις ήταν αρχικά αυξηθούν, ποιές νέες θα επιβάλλονταν και ποιές τελικά θα παγώσουν, ανασταλούν ή και ματαιωθούν.
Το σκηνικό παραμένει θολό, οι τράπεζες δεν έχουν εκδώσει ανακοινώσεις αναστολής-παγώματος των αυξήσεων, ορισμένα media αναφέρουν ότι σχετικές αποφάσεις ληφθεί, με πρώτη την Εθνική Τράπεζα, η διοίκηση της οποίας βρίσκεται παραδοσιακά στη στενή σφαίρα επιρροής του Μεγάρου Μαξίμου και οι κινήσεις της θεωρούνται οδηγός.
Ακόμα όμως τίποτα δεν έχει ξεκαθαρίσει, η κυβέρνηση επιλέγει να απευθύνεται στο ζήτημα με όρους πολιτικής διαχείρισης, διαχέοντας την ευθύνη διαχείρισης μεταξύ Μαξίμου, αρμοδίου για το τραπεζικό σύστημα υφυπουργου Οικονομικών, Γιώργο Ζαββό και στον υπουργό Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη. Ο τελευταίος μάλιστα απείλησε τις τράπεζες με προσφυγή στην Επιτροπή Ανταγωνισμού για εναρμονισμένες πρακτικές, στο σκέλος της αύξησης χρεώσεων, ωστόσο πρόκειται για ζήτημα που έχει λυθεί απ’ αυτή τη σκοπιά και συνεπώς η απειλή είναι… άσφαιρη.
Οι τραπεζίτες, από την πλευρά τους, διαρρέουν στα media ότι επανεξετάζουν κατά περίπτωση και περίσταση το θέμα και αναζητούν τρόπους να στηρίξουν το εγχείρημα αύξησης των ηλετρονικών συναλλαγών του υπουργείου Οικονομικών, ώστε να συμβάλλουν ενεργητικά στην επίτευξη των στόχων μείωσης της φοροδιαφυγής που αποτελούν κεντρική παραδοχή του νέου προϋπολογισμού.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι τραπεζίτες αναζητούν μια φόρμουλα που δεν θα εκτροχιάσει τα business plans, θα δώσει στην κυβέρνηση τη “νίκη” που επιζητεί, από τη στιγμή που ενεπλάκη στην αντιπαράθεση ο πρωθυπουργός, ενώ παράλληλα αναζητούνται δίαυλοι με την αντιπολίτευση έτσι ώστε να πέσουν οι τόνοι και να μην δημιουργηθεί η αίσθηση αντιπαράθεσης.
Σε αυτό το πλαίσιο η διαφαινόμενη μερική αναστολή αυξήσεων από την Εθνική Τράπεζα, δίνει την πολυτέλεια στις υπόλοιπες να υλοποιήσουν με ηπιότερο τρόπο τις προαναγγελθείσες αλλαγές. Επίσης, πολιτικά παραμένει ασαφές σε ποιες χρεώσεις αναφερόταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και σε ποια περίοδο αυξήσεων, καθώς οι τράπεζες εφαρμόζουν αυξημένα τιμολόγια για τις συναλλαγές με «πλαστικό» χρήμα από τα μέσα Ιουλίου 2019. Τότε, οι αυξήσεις αυτές είχαν αναγγελθεί στο πλαίσιο της εναρμόνισης με τα ισχύοντα στην Ευρωζώνη, αιτιολογία που αποτελεί βέβαια “φύλο συκής”.
Όπως έχει επισημάνει το Crisis Monitor η προοπτική επαναφοράς στην προτεραία κατάσταση χρεώσεων είναι πρακτικά εκτός συζήτησης, ενώ ακόμα και οι ad hoc τροποποιήσεις σε αυτή τη φάση μπορούν να υπονομεύσουν την προοπτική αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας από τους επενδυτικούς οίκους, καθώς η υγεία του τραπεζικού συστήματος, που εξαρτάται από το πρόγραμμα “Ηρακλής” και την προοπτική ενίσχυσης της οργανικής κερδοφορίας τους, αποτελεί “κλειδί” για τις αξιολογήσεις.
Επίσης, ενδεχόμενη αναστολή των σχεδιασμών αυτών, περιορίζει την προβλεψιμότητα του τραπεζικού συστήματος, αυξάνει την πολιτική παρεμβατικότητα και αποδυναμώνει τη δυνατότητα των διοικήσεων να υλοποιήσουν τα συμφωνηθέντα με την Τράπεζα της Ελλάδος, τον SSM και την EBA business plans.