Να καθησυχάσει το διεθνές ακροατήριο προσπάθησε με νέες δηλώσεις του ο ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας Ζόραν Ζάεφ, αφού πρώτα είχε δηλώσει ότι το γαλλικό veto οδηγεί τη συμφωνία των Πρεσπών στο… ψυγείο.
Ο κ. Ζάεφ περιέγραψε τη συμφωνία των Πρεσπών ως «τίτλο ιδιοκτησίας», η οποία εγγυάται «την εδαφική μας κυριαρχία και ακεραιότητα».
«Οριστικά πορευόμαστε με την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, στην οποία είναι ενσωματωμένα τα κεφάλαια (της ένταξης). Ολοκληρώσαμε με επιτυχία τις παρατηρήσεις που προήλθαν από την ελληνική πλευρά και τις οποίες εντοπίσαμε και εμείς. Αναμένουμε από την ελληνική πλευρά να κάνει συγκεκριμένα βήματα, όπως η αλλαγή των πινακίδων”,
είπε ο Ζάεφ, σε μια προσπάθεια να επιδείξει ισχυρή πολιτική βούληση, μετά την απάντηση της Κομισιόν δια στόματος της εκπροσώπου Τύπου, η οποία ξεκαθάρισε ότι η ΕΕ παραμένει δεσμευμένη από τη Συμφωνία.
Ο Ζόραν Ζάεφ πρόσθεσε ότι η αλλαγή του ονόματος εφαρμόζεται παντού και η αντιπολίτευση που δεν χρησιμοποιεί το νέο όνομα στέλνει το μήνυμα ότι δεν σέβεται το Σύνταγμα. Σε συνέντευξη Τύπου διέψευσε ότι η κυβέρνηση είχε λάβει πρόσκληση για ένταξη στην Ευρασιατική Ένωση και δήλωσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η μόνη επιλογή της χώρας.
Διαβάστε επίσης: Συμφωνία των Πρεσπών πολιτικός τζόγος και πραγματικότητα
Χθες, όμως, ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης, δήλωνε ότι η τύχη της Συμφωνίας των Πρεσπών θα κριθεί στις κάλπες, δίνοντας έτσι δημοψηφισματικό χαρακτήρα στις βουλευτικές εκλογές που θα διεξαχθούν στις 12 Απριλίου του 2020.
Η ανάδειξη της Συμφωνίας των Πρεσπών σε μείζον ζήτημα στο δρόμο για τις πρόωρες εκλογές στη Βόρεια Μακεδονία ήταν αναμενόμενη, όπως ακριβώς συνέβη και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά το γαλλικό veto η στάση της ΕΕ και η προοπτική ένταξης της χώρας στην Ένωση αποτελούν θέματα τριβής, με δεδομένη την επιρροή που ασκούν στη χώρα Ρωσία και Τουρκία και την ένταση του γεωπολιτικού και γεωοικονομικού ανταγωνισμού.
Συνεπώς το θέμα τόσο αυτόνομα, όσο και λόγω της σύνδεσής του με την αξιοπιστία της ΕΕ και της δυτικής σφαίρας επιρροής θα συνεχίσει να βρίσκεται στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης πυροδοτώντας εθνικά, εθνικιστικά και κοινωνικά αντανακλαστικά και το επιβαρύνοντας το ήδη βεβαρυμένο κλίμα.