Τελικά, πόσο επισφαλής είναι η υλοποίηση και ολοκλήρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βόρεια Μακεδονία; Απάντηση στο ερώτημα, όπως υποστηρίζει η υπερεθνικιστική φιλορωσική αντιπολίτευση θα δώσουν οι κάλπες, δίνοντας έτσι χαρακτήρα νέου δημοψηφίσματος στις εκλογές.
Ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βόρεια Μακεδονία και πρόεδρος του εθνικιστικού κόμματος VMRO, Χρίστιαν Μιτσκόβσκι, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μη εφαρμογής της συμφωνίας των Πρεσπών εάν αναλάβει την εξουσία. Σε αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «Politika» του Βελιγραδίου, ο Μιτσκόβσκι υποστήριξε ότι «η συμφωνία παρέχει πολλά δικαιώματα στην ελληνική πλευρά» και είναι επιζήμια για τα Σκόπια.
«Η τύχη της συμφωνίας των Πρεσπών θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των εκλογών (σ.σ. 12/4/2019). Αν εξασφαλίσουμε σταθερή πλειοψηφία δύο τρίτων και πλειοψηφία στους βουλευτές των άλλων εθνικών κοινοτήτων, τότε υπάρχει η δυνατότητα να γίνει ένα βήμα πίσω, αντιθέτως μας περιμένει πολύ δουλειά και σκληρές μεταρρυθμίσεις. Δεν υπάρχει συμφωνία που να μπορεί να μου απαγορέψει να είμαι Μακεδόνας, να μιλάω τη μακεδονική γλώσσα και να είμαι από τη Μακεδονία. Η αρχή μας είναι: όχι στο εξαρχαϊσμό, όχι στην “βορειοποίηση” και λέμε ένα μεγάλο “ναι” στην επιστροφή του “μακεδονισμού” στη Μακεδονία»
αναφέρει ο Μιτσκόβσκι στην “Politika”, προσπαθώντας να εξηγήσει τις απόψεις του για τη συμφωνία των Πρεσπών.
Για τις εκλογές που θα διεξαχθούν τον Απρίλιο του 2020, εκτιμά ότι το κόμμα του θα τις κερδίσει, ενώ την διακυβέρνηση Ζάεφ την χαρακτηρίζει «τριετία του μεγαλύτερου ιστορικά αίσχους από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας».
Οι εκλογές βέβαια, θα πραγματοποιηθούν με τους ίδιους και απαρχαιωμένους εκλογικούς καταλόγους, αποφεύγοντας έτσι τη μείωση του εκλογικού σώματος, την ενίσχυση των Αλβανών και την ανατροπή των πολιτικών ισορροπιών.
Μπορεί λοιπόν το ζήτημα της συμφωνίας να το εκμεταλλεύεται το VMRO και αναγκάζει ακόμα και τον Ζόραν Ζάεφ να θέσει εν αμφιβόλω την τήρησή της, ωστόσο, οι υπαναχωρήσεις που μπορούν να γίνουν είναι περιορισμένες και δεν αφορούν τόσο το όνομα και τη θέση της χώρας διεθνώς, αλλά το εσωτερικό μέτωπο και τον αλυτρωτισμό. Με δεδομένο ότι η ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία και Κίνα έχουν αναγνωρίσει τη χώρα με τη νέα συνταγματική της ονομασία, ως Βόρεια Μακεδονία και ότι οι αλλαγές έχουν ήδη περάσει στο Σύνταγμα, τα χέρια του νέου πρωθυπουργού είναι δεμένα όσο θέλει να συμμετάσχει στους διεθνείς οργανισμούς και να βρίσκεται στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων.
Οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής του ονόματος θα πρέπει να περάσει μια σειρά εμποδίων, εντός και εκτός της χώρας, καθώς θα πρέπει να ψηφιστεί από τη Βουλή, να διεξαχθεί νέα διαδικασία αλλαγής του Συντάγματος, να περάσει, να υπογραφεί από τον πρόεδρο και να αναγνωριστεί από τους διεθνείς οργανισμούς και τις χώρες. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ούτε εύκολο, ούτε ιδιαίτερα πιθανό.
Αντιθέτως, η πολιτική εκμετάλλευση του θέματος στην προεκλογική περίοδο ήταν αναμενόμενη, όπως συνέβη και στην Ελλάδα. Η μετεκλογική πραγματικότητα όμως δείχνει ότι περιθώρια αλλαγών δεν υπάρχουν.