Δυναμική γεωοικονομικών ανατροπών δημιουργούν πτυχές της χθεσινής συμφωνίας Ρωσίας-Τουρκίας, οι οποίες αν και ανακοινώθηκαν από τον Βλάντιμιρ Πούτιν υποτιμήθηκαν από τα διεθνή media. Αν η αγορά των S-400 από την Τουρκία αποτέλεσε την πρώτη απόδειξη της αλλαγής του γεωπολιτικού τοπίο στη Μέση Ανατολή, τότε η συμφωνία για διεύρυνση και εμβάθυνση της οικονομικής και τραπεζικής ένωσης Ρωσίας-Τουρκίας, οδηγεί τον γεωοικονομικό ανταγωνισμό σε νέο επίπεδο.
Μέσα στον ορυμαγδό των εξελίξεων που πυροδότησε το Μνημόνιο για την εδραίωση και λειτουργία ζώνης ασφαλείας στη Βόρεια Συρία σε βάθος 30 χιλιομέτρων (ενώ οι ΗΠΑ είχαν δώσει έγκριση για 20 χλμ) και καθ’ όλο το μήκος των συνόρων, η συμφωνία οικονομικών συναλλαγών και τραπεζικής διαλειτουργικότητας μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας πέρασε για ακόμη μια φορά στα “ψιλά”, καθώς ελάχιστα media το κατέγραψαν, ακόμα λιγότερα το ανέδειξαν και είναι άγνωστο αν επισημάνθηκαν οι ενδεχόμενες επιπλοκές που έχει αυτή η συμφωνία για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Όπως δήλωσε ο Βλάντιμιρ Πούτιν, στη συνάντηση με τον Ταγίπ Ερντογάν συζητήθηκε το θέμα της σύνδεσης των τουρκικών τραπεζών στο σύστημα επικοινωνίας της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας, ήτοι στο SPFS, ανταγωνιστική πλατφόρμα του διεθνώς κατοχυρωμένου SWIFT.
Επίσης, οι δύο πρόεδροι συμφώνησαν στην εντατικοποίηση της χρήσης εθνικών νομισμάτων και της μεταξύ τους ισοτιμίας στις εμπορικές συναλλαγές, καθώς και την επέκταση της αποδοχής και χρήσης των ρωσικών καρτών Mir. Σύμφωνα με τον Βλάντιμιρ Πούτιν τα μέτρα αυτά στοχεύουν στην ενίσχυση του τουρισμού και τη διευκόλυνση διακίνησης συναλλάγματος, ενώ όπως επισήμανε ο Ρώσος πρόεδρος η συμφωνία για εκκαθάριση των διμερών συναλλαγών σε όρους εθνικών ισοτιμιών υπογράφηκε τον Οκτώβριο.
Η κίνηση όμως έρχεται τη στιγμή που ΗΠΑ και ΕΕ απειλούν την Τουρκία με κυρώσεις για σειρά θεμάτων, ενώ έχουν επίσης οικονομικούς περιορισμούς στο Ιράν. Με δεδομένο ότι το ρωσικό σύστημα έχει υιοθετήσει μερικώς η Τεχεράνη και συζητείται η αποδοχή του από την Ινδία, ιδιαίτερα για τις αμυντικές συναλλαγές, ενώ ενδιαφέρον έχουν εκφράσει Κίνα και Βενεζουέλα, είναι προφανές ότι το ρωσικό μοντέλο τρέφεται από την ανωμαλία στο διεθνές σύστημα.
Έτσι, αν η ύπαρξη μιας χώρας-παρία, ανά περιοχή είναι ανησυχητικό φαινόμενο, ο πολλαπλασιασμούς τους σε συνδυασμό με τη γεωγραφική έκταση και την πληθυσμιακή σύσταση αποτελούν παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο, την αβεβαιότητα και τα blind spots στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Το σύστημα πληρωμών Mir ξεκίνησε από την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας το 2015, ένα χρόνο μετά την εισαγωγή των δυτικών κυρώσεων για την εισβολή και προσάρτηση της Κριμαίας. Τότε, αρκετές ρωσικές τράπεζες δεν ήταν προσωρινά σε θέση να χρησιμοποιήσουν τις κάρτες Visa και Mastercard λόγω των κυρώσεων.
Η Ρωσία είχε εκδώσει 53 εκατομμύρια κάρτες Mir έως τον Ιανουάριο του 2019, σύμφωνα με την Elvira Nabiullina, επικεφαλής της ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας, θυγατρική της οποίας είναι ο φορέας έκδοσης και εκμετάλλευσης των καρτών.
Οι κάρτες Mir είναι σήμερα αποδεκτές στην Τουρκία, την Αρμενία, την Κιργιζία, τη Λευκορωσία και το Καζακστάν. Ο φορέας Mir σχεδιάζει να εισάγει ρωσικές εθνικές κάρτες στο Ουζμπεκιστάν μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.
Έτσι διαμορφώνεται ένα πλήρες πλέγμα οικονομικής και τραπεζικής δραστηριότητας το οποίο θα εκτελείται και θα διευθετείται με μέσα και διαδικασίες που δεν θα καταγράφονται διεθνές σύστημα και ως εκ τούτου δεν θα υπάρχει δυνατότητα ελέγχου.
Τεχνικά, το σύστημα τραπεζικών επικοινωνιών της Ρωσίας είναι κοστοβόρο, τεχνικά υποδεέστερο και πιο αργό από το SWIFT, ωστόσο είναι ακόμα στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης, χρησιμοποιείται κυρίως κεντρικά και η εμπορική του χρήση είναι περιορισμένη.
Υπάρχουν βέβαια τρόποι αντιμετώπισής του, με κυρώσεις και νέους περιορισμούς, αλλά κάτι τέτοιο εκτιμάται ότι θα επιτάχυνε τη ρήξη και θα οδηγούσε σε αύξηση του ρίσκου διεθνώς προκαλώντας παγκόσμια χρηματοοικονομική αναταραχή. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο οργανισμός SWIFT, με έδρα την Ελβετία, δεν ενδίδει στις πιέσεις των ΗΠΑ για εκπαραθύρωση της Ρωσίας, αλλά προέβη στην αναβάθμισή του ρόλο της παραχωρώντας θέση στο διοικητικό συμβούλιο.