Την Κυριακή, ενώ η επέλαση των τουρκικών δυνάμεων στη Συρία συνεχίζονταν, οι εκτοπισμένοι έφταναν τους 130,000, οι νεκροί αυξάνονταν και οι τζιχαντιστές έφευγαν από τις φυλακές, οι NY Times δημοσίευσαν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ρεπορτάζ που αποκάλυπτε τέσσερις βομβαρδισμούς νοσοκομείων από τη ρωσική πολεμική αεροπορία μέσα σε 12 ώρες.
Τα γεγονότα δεν συνδέονταν μεταξύ τους, μέχρι που λίγο αργότερα το Reuters θα μετέδιδε τη συμφωνία αμυντικής συνεργασίας των Κούρδων με το καθεστώς Άσαντ για την απώθηση των Τούρκων καθώς, οι ΗΠΑ υπαναχωρώντας, με απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ, κόντρα στο State Department, το Πεντάγωνο τη Γερουσία και στελέχη των Ρεπουμπλικανών, άφηναν έκθετους τους Κούρδους, αναγκάζοντάς τους να αναζητήσουν διεθνή προστασία. Με δεδομένο ότι η Ρωσία αποτελεί τον μοναδικό μεγάλο παίχτη στη Συρία, καθώς η παρουσία των ΗΠΑ είναι υποτυπώδης, της Γερμανίας επιδερμική και Γαλλίας επιλεκτική (μόνο με συμβούλους), η Μόσχα ήταν αναμενόμενο ότι θα ήταν ο βασικός κερδισμένος της αναδιάταξης δυνάμεων, καθώς διέθετε ανοιχτούς διαύλους με τους Κούρδους και ισχυρή -αν όχι καταλυτική- επιρροή στον Άσαντ.
Το Crisis Monitor είχε εξ αρχής επισημάνει την τροπή που θα λάμβαναν οι εξελίξεις στην ανακοίνωση και μόνο της αποχώρησης των ΗΠΑ και της τουρκικής εισβολής, προοπτική που ήταν πιθανή και αποδείχθηκε αναπόδραστη, ισχυροποιώντας τους επικριτές του Ντόναλντ Τραμπ, που θέλουν τον πρόεδρο των ΗΠΑ να παραχωρεί χώρο στη Ρωσία, ενώ παράλληλα ανοίγει πληγές στους Ευρωπαίους.
Οι εξελίξεις στη Συρία είναι πυκνές, ο χρόνος για την αξιολόγησή τους ελάχιστον και οι συνέπειές τους ευρείες και τρομακτικές, περιορίζοντας την αντιληπτική ικανότητα της διεθνούς κοινής γνώμης στα τρέχοντα. Ωστόσο, πίσω από το προπέτασμα καπνού της τουρκικής εισβολής, φαίνεται ότι εμπεδώνεται μια από καιρό σχεδιασμένη διαδικασία αλλαγής συσχετισμών και ολοκληρωτικής επικράτησης του Άσαντ, με τη στήριξη του Βλάντιμιρ Πούτιν. Το νέο στοιχείο που προστίθεται είναι αυτό που… αφαιρείται, δηλαδή η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Συρία. Παράλληλα, αποκαλύπτεται ο ρόλος του Ταγίπ Ερντογάν, ως πιόνι και ενδεχομένως ενδιάμεσος των Τραμπ και Πούτιν.
Αν και υπάρχει πληθώρα ενδείξεων που συντείνουν στη σκιαγράφηση της εικόνας αυτής, εν τούτοις δεν υπάρχουν τα αδιάσειστα στοιχεία για να αποδείξουν έναν τέτοιο συλλογισμό πέραν πάσης αμφιβολίας, Είναι όμως μια από τις ελάχιστες φορές στην παγκόσμια διπλωματική ιστορία που σχεδιασμοί και στρατηγικές είναι ορατοί έως και διάφανοι κατά την ώρα εφαρμογής τους, γεγονός που καταδεικνύει από τη μια πλευρά τον κατεπείγοντα χαρακτήρα και αφετέρου την αλλαγή των ηθών και των καιρών.
Στο μεταξύ ρόλο παίζει και η Ευρώπη, η οποία αντιδρά με χρονοκαθυστέρηση στην επίθεση του Ερντογάν, νωχελικά και φαίνεται να αποκτά δυναμική και αποφασιστικότητα προοδευτικά, όταν όμως η κατάσταση δεν είναι πλέον κρίσιμη αλλά μη αναστρέψιμη.
Υπ΄αυτό το πρίσμα το δημοσίευμα των New York Times που προετοιμάζονταν από καιρό, τώρα δίνει εναύσματα στους Ευρωπαίους και μεταφέρει την πίεση στη Ρωσία, στέλνοντας παράλληλα μηνύματα στον Ντόναλντ Τραμπ που με τις επιλογές του επέτρεψε την αχαλίνωτη δράση της Ρωσίας. Με δεδομένο ότι τα στοιχεία έφτασαν στους New York Times, δεν αποκλείεται να είχαν περιέλθει σε γνώση των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών και να είχε ενημερωθεί σχετικά ακόμα και ο Λευκός Οίκος.
Τα στοιχεία αυτά, οι λογικές διεργασίες που τα ακολουθούν και η πίεση ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2020, δεν αποκλείεται πάντως να οδηγήσουν σε νέες αποκαλύψεις για το ρόλο προσώπων τις επιπτώσεις αποφάσεων που ελήφθησαν εντός και στα πέριξ του Λευκού Οίκου.