Την πρόκληση να αντισταθούν στο εμπρηστικό blame game, να εντοπίσουν τα αίτια και να προσδιορίσουν τις λύσεις για την αποφυγή μιας νέας παγκόσμιας ύφεσης αντίστοιχης με αυτής του 2009, καλούνται τραπεζίτες, οικονομολόγοι, αναλυτές και πολιτικοί στην Ετήσια Σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αυτή την εβδομάδα, εν μέσω κλιμακούμενης γεωπολιτικού στρες, γεωοικονομικής αβεβαιότητας, στη σκιά κοινωνικών εντάσεων και υπό την πίεση του προσφυγικού-μεταναστευτικού.
Είναι άραγε νωρίς ή ήδη αργά για να αντιστραφεί η τάση επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, που τοποθετείται ο πήχης, πως μπορεί να σταματήσει κατρακύλα και ποιοί πρέπει να πληρώσουν το μάρμαρο; Είναι μόνο μερικές από τις δύσκολες ερωτήσεις που αναζητούν επιτακτικά απαντήσεις. Επί του θέματος τοποθετείται και το Bloomberg που άρθρο του επιζητεί να θέσει επί τάπητος καυτά ζητήματα και να δημιουργήσει συνθήκες διαλόγου ώστε να παραχθούν αποτελέσματα υπό την πίεση που δημιουργεί η δημοσιότητα και οι προσδοκίες των αγορών και το κόστος που επακολουθεί τη διάψευσή τους.
Μέχρι στιγμής πάντως ο MSCI Global είναι 14% από τις αρχές του έτους, παρά τις έντονες διακυμάνσεις οι οποίες αντικατοπτρίζονται στον δείκτη φόβου VIX και εν μέσω ανασφάλειας, κυρίως γιατί οι κεντρικές τράπεζες ανταποκρίθηκαν με προγράμματα risk sharing διευκολύνοντας την ανάληψη ρίσκου.
Αυτή την εβδομάδα το σκηνικό όμως αναμένεται να επαναπροσδιοριστεί, τόσο σε επίπεδο αγορών, που αναμένεται να εμπεδώσουν την κατ΄αρχήν συμφωνία ΗΠΑ-Κίνας, όσο σε πολιτικό καθώς η Ευρώπη θα απευθύνει προσκλήσεις έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων σε Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία, ενώ παράλληλα οι ηγέτες των 28 θα συζητήσουν την υπόθεση της Τουρκίας, τις εμπορικές απειλές του Τραμπ και θα έχουν την πλέον καταλυτική αποτίμηση του Brexit.
Η κατ΄αρχήν συμφωνία Ουάσιγκτον και Πεκίνου που ανακοινώθηκε την Παρασκευή κατάφερε να προκαλέσει ράλι στις αγορές παρά την εντεινόμενη γεωπολιτική αβεβαιότητα, καθώς οι αγορές υπολογίζουν ότι η γεωοικονομία έχει πιο ουσιαστικό αντίκτυπο στις αναπτυξιακές προοπτικές, από τη γεωπολιτική. Αυτό βέβαια δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη και συγκυριακή εξέλιξη η οποία δεν μπορεί να ανασχέσει τις επιπτώσεις, καθώς μπορεί να μην επιβάλλονται νέοι δασμοί και να βελτιώνεται το κλίμα, ωστόσο δεν αποσύρονται όσα μέτρα έχουν επιβληθεί μέχρι τώρα.
Η διαρκώς μεταβαλλόμενη στάση του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην Τουρκία αναμένεται να αντικατοπτριστεί στη συμπεριφορά της τουρκικής λίρας, η οποία έχει ήδη δεχθεί πιέσεις μετά την έναρξη της εισβολής στη Συρία. Επίσης, οι αποφάσεις των Ευρωπαίων για την Τουρκία και τα Βαλκάνια θα έχουν επίσης αντίκτυπο στις περιφερειακές αγορές.
Ήδη η νέα επικεφαλής του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, βλέπει αυξημένο κίνδυνο διάχυσης της οικονομικής επιβράδυνσης, παρά την ενεργοποίηση των κεντρικών τραπεζών και τον άτυπο συντονισμό για το διαμοιρασμό του ρίσκου μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτικού τομέα προκειμένου να μετριαστούν οι επιπτώσεις της κρίσης. Το ΔΝΤ, όπως και η ΕΚΤ είναι μεταξύ αυτών που πιέζουν τις κυβερνήσεις να αναλάβουν ουσιαστική δράση για την αντιμετώπιση του φαινομένου της επιβράδυνσης.
Αναμφισβήτητα η βιομηχανία είναι μέχρι στιγμής το μεγαλύτερο θύμα του εμπορικού πολέμου και η παγκόσμια δραστηριότητα συρρικνώνεται για πέντε συνεχόμενους μήνες. Πηγή αυξημένης ανησυχίας αποτελεί η αυτοκινητοβιομηχανία – καθώς αποτελεί μεγάλο της αμερικανικής, γερμανικής, γαλλικής και ιαπωνικής αναπτυξιακής εξίσωσης.
Το ερώτημα που γεννάται είναι αν τα προβλήματα στη βιομηχανία θα επεκταθούν και στις υπηρεσίες.
Πηγές αβεβαιότητας
Ο Ντόναλντ Τραμπ αντιμετωπίζει πολιτική κρίση στο εσωτερικό, ενόψει μάλιστα των προεδρικών εκλογών του 2020, σκηνικό που παράγει ήδη ρίσκο, αρκεί μόνο να δει κανείς τη συχνότητα που τουιτάρει ο Τραμπ προσπαθώντας να αλλάξει την ατζέντα, καθώς και τα σχόλια του και τις θέσεις που αλλάζει, σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευτεί κάθε περίσταση.
Η πολιτική πίεσης και απομόνωσης του Ιράν την οποία υιοθέτησαν οι ΗΠΑ υπό την πίεση του Μπενιαμίν Νετανιάχου και της Σαουδικής Αραβίας δρα αποσταθεροποιητικά για την ευρύτερη Μέση Ανατολή, όχι όμως σε βαθμό που θα μπορούσε να προκαλέσει κρίση, καθώς όπως έχει φανεί οι επιθέσεις σε εγκαταστάσεις και τάνκερ δεν είχαν παρά βραχύβιο αντίκτυπο στις αγορές.
Έντονη ανησυχία μεν, αλλά με περιορισμένες επιπτώσεις δε προκαλεί και η εισβολή της Τουρκίας στη Συρία, καθώς αν και η αύξηση των προσφυγικών ροών θεωρείται βέβαιη, αναλυτές και αγορές δεν θεωρούν ότι υπάρχει έδαφος για ουσιαστική επιδείνωση της υφιστάμενης κατάστασης στη Συρία, ενώ και η διασύνδεση των εξελίξεων εκεί με την ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα είναι ασθενής.
Μεγαλύτερες είναι οι ανησυχίες για το Νότια Αμερική, καθώς η κατάσταση στη Βενεζουέλα παραμένει εκτός ορίων, παρά τη λιγότερη δημοσιότητα που λαμβάνει, ενώ πλέον η Αργεντινή διέρχεται νέα Δημοσιονομική κρίση, ενώ το κλίμα στις αγορές επιδεινώνεται από την επικείμενη ήττα του πιο φιλοδυτικού προέδρου από την αντισυστημική αριστερά. Επίσης, προβληματισμό προκαλεί και η τροπή που έχει λάβει η κατάσταση στον Ισημερινό, όπου οι κοινωνικές αναταραχές οδήγησαν την κυβέρνηση να επιβάλλει στρατιωτικό νόμο.
Έκρυθμη παραμένει η κατάσταση στο Χονγκ Κονγκ, παρά το γεγονός ότι η τοπική κυβέρνηση υπαναχώρησε για το νομοσχέδιο έκδοσης ανθρώπων στην Κίνα, ενώ ο πρόεδρος Σι Ζινπίνγκ εγγυήθηκε τον σεβασμό στα καθεστώς “μια χώρα δύο συστήματα”. Η κλιμάκωση της βίας εκεί οδηγεί ήδη την οικονομία της ημιαυτόνομης περιοχής σε ύφεση, ενώ η Κίνα επιβάλλει επιτρόπους σε τεχνολογικές εταιρίες, καρατομεί στελέχη άλλων και επαναπροσδιορίζει την επιχειρηματική ελίτ, σε μια προσπάθεια να ελέγξει την κατάσταση και να επιδείξει πυγμή.
Αναδυόμενες κρίσεις
Η απόφαση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου που επιτρέπει στις ΗΠΑ να επιβάλλουν δασμούς 7,5 δισ. σε ευρωπαϊκά προϊόντα αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην κατεύθυνση έξαρσης της αντιπαράθεσης, η οποία σε συνδυασμό με τις επικείμενες εκλογές στις ΗΠΑ, το Brexit καθώς και με διαπροσωπικούς ανταγωνισμούς, δημιουργεί αίσθηση κρίσης εν αναμονή. Υπ΄αυτό το πρίσμα η προσπάθεια του Τραμπ να κλείσει το μέτωπο με την Κίνα αποτελεί ένδειξη επικείμενης σύγκρουσης με την ΕΕ, καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ θέλει αφενός να αποδείξει ότι μπορεί να φέρει αποτελέσματα με τη στρατηγική υψηλών τόνων και θέλει να έχει διασφαλίσει τα νώτα του πριν “επιτεθεί” κατά της ΕΕ.
Παράλληλα, η έλλειψη πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η απουσία μέτρων σταθεροποίησης και ανάπτυξης στην κεντρική Αφρική, δημιουργεί νέα κύματα προσφύγων και μεταναστών, καθώς οι συγκρούσεις για τον έλεγχο βιώσιμων περιοχών κλιμακώνονται και οι εκτοπισμένοι αυξάνονται.
Η επιβράδυνση της Κίνας αναμένεται να έχει επιπτώσεις στις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας, οι οποίες μπορεί να ωφεληθούν όμως την χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής σε ΗΠΑ και Ασία.
Σε κρίσιμη φάση βρίσκεται και η οικονομία της Ρωσίας, καθώς η παρατεταμένη περίοδος κυρώσεων, η εμπλοκή στη συριακή διαμάχη και στη Βενεζουέλα και η προσπάθεια παθητικού ελέγχου της Τουρκίας έχουν στοιχίσει σημαντικούς πόρους, ενώ την ίδια στιγμή το περιθώριο αύξησης εξαγωγών σε κομβικούς τομείς είναι περιορισμένο.
Η παγκόσμια τάση αύξησης επιχειρηματικών κερδών ανακόπηκε το δεύτερο τρίμηνο. Η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων αποδυναμώθηκε και οδήγησε σε περικοπές κεφαλαιακών δαπανών παγκοσμίως. Η συμπίεση των κερδών αποδίδεται όμως κυρίως σε: αύξηση μισθών, ανεπαρκή αύξηση της παραγωγικότητας και γενική έλλειψη δυνατότητας θέσπισης των τιμών. Ο κίνδυνος πλέον έγκειται στο ενδεχόμενο οι εταιρίες να οδηγηθούν σε μειώσεις προσωπικού για να ανακάμψουν τα κέρδη, δημιουργώντας όμως μεγαλύτερα προβλήματα και υπονομεύοντας την κατανάλωση.
Η διελκυστίνδα
Μέχρι στιγμής, οι κεντρικές τράπεζες έχουν πράξει τα δέοντα, με βάση εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, δίνοντας την αίσθηση ότι ενεργοποιείται ο μηχανισμός. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι εντελώς αληθές, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις είναι και παραπλανητικό. Οι μειώσεις επιτοκίων, τα αρνητικά επιτόκια για τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης, μπορούν να συμβάλλουν στην απορρόφηση και διαμοιρασμό του κινδύνου που αναλαμβάνουν τράπεζες και χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, δεν επαρκούν όμως για την επανεκκίνηση των οικονομιών.
Το ΔΝΤ συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων που παροτρύνουν τις κυβερνήσεις να υιοθετήσουν πολιτικές δημοσιονομικής χαλάρωσης, για να υποστηρίζουν την ανάπτυξη, αλλά όλα δείχνουν ότι οι πολιτικοί είναι άτολμοι συγκριτικά με τους τραπεζίτες και αναμένουν πρώτα να πονέσουν και μετά να δράσουν, φοβούμενοι το πολιτικό κόστος. Παρόλο που η Morgan Stanley εκτιμά ότι το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα αυξήθηκε στο 3,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στις μεγάλες οικονομίες από 2,4% πέρυσι, βλέπει να αυξάνεται μόλις στο 3,6% το επόμενο έτος. Ορισμένες κυβερνήσεις δαπανούν περισσότερα, ωστόσο η Κίνα και η Γερμανία παρότι διαθέτουν δημοσιονομικό χώρο, δεν αντιδρούν, για την ώρα τουλάχιστον. Η Ιαπωνία από την άλλη πλευρά μόλις αύξησε τον φόρο επί των πωλήσεων, μια ακόμη περιοριστική κίνηση.
Αντενδείξεις
Ένα μοντέλο που δημιούργησε το Bloomberg Economics θέτει τον κίνδυνο μιας ύφεσης στις ΗΠΑ το επόμενο έτος σε μόλις 25%, συνεπώς εφόσον η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου μπορεί να παραμείνει σε αναπτυξιακή τροχιά, εκτιμάται ότι θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην αντιστάθμιση των προβλημάτων σε άλλες περιοχές.
Υπάρχει επίσης η ελπίδα ότι η αποκαλούμενη ταχύτητα ανάσχεσης, βάσει της οποίας η ύφεση είναι θεωρείται αναπόφευλτη να είναι χαμηλότερη από ότι στο παρελθόν, τουλάχιστον όσο αφορά στις Η.Π.Α., πράγμα που σημαίνει ότι θα μπορούσε να υποχωρήσει στο 1,5%. Οι Η.Π.Α. είναι επίσης πιο κλειστή οικονομία από άλλες, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι σε θέση να συνεχίσει να επεκτείνεται ακόμη και αν το παγκόσμιο εμπόριο πληγεί.
Αγορά εργασίας
Η κατανάλωση στις ΗΠΑ παρέμεινε πυλώνας ανάπτυξης, εν μέρει λόγω του χαμηλότερου ποσοστού ανεργίας σε πέντε δεκαετίες που καταγράφεται τώρα. Ενώ η αγορά εργασίας των ΗΠΑ έχει παρουσιάσει ενδείξεις αποθέρμανσης, η κατανάλωση φαίνεται ότι παραμένει ισχυρή. Οι προσλήψεις σε άλλες περιοχές συνέβαλλαν επίσης καθοριστικά στην ενίσχυση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης σε επίπεδα ρεκόρ.
Η Fed έχει μειώσει τα επιτόκια δύο φορές φέτος και υπάρχουν ενδείξεις ότι θα μπορούσε να το επαναλάβει, ενώ η ΕΚΤ μπήκε πιο βαθιά στη ζώνη των αρνητικών επιτοκίων λαμβάνοντας επίσης και μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης. Τράπεζα της Ιαπωνίας σκέφτεται επίσης να αναλάβει πιο σθεναρή δράση. Αντίστοιχα σενάρια εξετάζει και η Κεντρική Τράπεζα της Ινδίας, της Νότιας Κορέας, Νότιας Αφρικής και της Βραζιλίας.
Υποστηρικτικά μέτρα έχει ήδη λάβει η Κίνα, περιορίζοντας τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες, που πλέον είναι υποχρεωμένες να διακρατούν μικρότερη ρευστότητα από το 2007.
Ελεγχόμενη κατάσταση
Οι προηγούμενες αποτυχίες οδήγησαν σε διόρθωση υπερβολών, όπως η διόγκωση του πληθωρισμού στη δεκαετία του 1980, η έκρηξη της τεχνολογικής φούσκας στις ΗΠΑ στις αρχές αυτού του αιώνα ή η κατάρρευση της αγοράς Real Estate στη συνέχεια. Αυτή τη φορά, ο πληθωρισμός είναι γενικά αδύναμος και ενώ οι τιμές των μετοχών είναι αρκετά υψηλά, δεν φαίνεται ότι υπάρχει φούσκα.