“Καλός μεν αλλά” είναι η γενική εικόνα που δίνουν επενδυτικά σπίτια και οίκοι αξιολόγησης για το σχέδιο μείωσης των μη-εξυπηρετούμενων των ελληνικών τραπεζών που ακούει στο όνομα “Ηρακλής”. Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι για να αποδώσει καρπούς απαιτείται ευρεία εφαρμογή, η οποία προϋποθέτει αρκετή ακόμα παραμετροποίηση.
Από τις εκθέσεις προκύπτει επίσης ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταλήξει σε άλλες λύσεις, από την απόδοση των οποίων θα κριθεί η προσφυγή στον “Ηρακλή”, ο οποίος μπορεί να οδηγεί σε κάθαρση και ενέσεις ρευστότητας έως και 9 δισ. στις τράπεζες, αλλά έχει σταδιακά κλιμακούμενο κόστος με βάση τα κεφάλαια που χρησιμοποιούν οι τράπεζες, το οποίο είναι πολύ πιθανό να καταστήσει απαγορευτική την εκμετάλλευση του προγράμματος.
Χαμηλά κρατά τον πήχη των προσδοκιών για τον “Ηρακλή” πάντως η Τράπεζα της Ελλάδος, με τον διοικητή να το χαρακτηρίζει καλό πρώτο βήμα, σημειώνοντας ωστόσο ότι δεν επαρκεί και ότι χρειάζεται συμπλήρωση.
Προβληματικό σημείο είναι επίσης η βαθμολόγηση των τιτλοποιημένων προϊόντων πριν την εγγύησή τους από το Δημόσιο. Όπερ σημαίνει ότι το Δημόσιο θα εγγυάται μόνο ομόλογα με βαθμολογία ΒΒ-, που θεωρείται αρκετά υψηλή συγκριτικά με τη διαθεσιμότητα τέτοιων προϊόντων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Με το κόστος δανεισμού για την Ελλάδα και τις ελληνικές επιχειρήσεις στις αγορές να μειώνεται, το συγκριτικό και οριακό κόστος του Ηρακλή καθίσταται “αλμυρό”, ιδιαίτερα για μεγάλες εκδώσεις
Η HSBC σε note που εξέδωσε αποτιμά το σχέδιο απλά “οικονομικά βιώσιμο”, ενώ αρκείται να παρουσιάσει τη διαδικασία μίας τυπικής τιτλοποίηση και σε τι διαφέρει το σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης, που έλαβε το πράσινο φως της Κομισιόν, και εκτιμά πως πρόκειται για ένα σχήμα, που μπορεί να εξασφαλίσει θετική υποδοχή και να βελτιώσει τις εκτιμήσεις της αγοράς για τις προοπτικές επίτευξης των στόχων των ελληνικών τραπεζών.
Η παραδοχή αυτή όμως, καταδεικνύει ότι η γενική πεποίθηση των αγορών για την προοπτική επίτευξης των στόχων δεν ιδιαίτερα θετική.
Όπως εξηγούν οι αναλυτές της βρετανικής τράπεζας, βάσει μίας απλής τιτλποίησης περιμένουμε οι τράπεζες να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους και να χάσουν κέρδη. Στην περίπτωση του «Ηρακλή» με βάση τα δεδομένα, που έχουν γίνει έως τώρα γνωστά, θα είχαμε αισθητή μείωση του κόκκινου χαρτοφυλακίου και αύξηση της κερδοφορίας, αλλα πλήγμα στον κεφαλαιακό δείκτη.
Συγκεκριμένα υπολογίζουν ότι οι μη εξυπηρετούμενες εκθέσεις θα μειωθούν κατά 36%, ενώ οι στόχοι θα επιτευχθούν 1,5 χρόνο νωρίτερα σε σχέση με το βασικό σενάριο. Τα κέρδη θα αυξηθούν κατά 15%, με τον δείκτη απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (ROTE) στο 6,1% έναντι βασικού σεναρίου για 3,8% το 2020. Ωστόσο θα χαθούν 230 μονάδες βάσης από τον κεφαλαιακό δείκτη CET1, κάτι που θα κάνει τηις τράπεζες ακριβότερες κατά 29% σε όρους τιμής προς λογιστική αξίας.
Με βάση τα παραπάνω εκτιμά ότι η σύγκρισης κόστους- οφέλος είναι πιο ευνοϊκή από αυτήν μίας τυπικής τιτλοποίησης.
Η JPMorgan χαρακτηρίζει το σχέδιο ως θετικό βήμα, αν και επισημαίνει ότι η επιτυχία του θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από το βαθμό συμμετοχής των ελληνικών τραπεζών.
Οι ειδικοί της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας προσδιορίζουν τρεις παράγοντες- κλειδιά:
- Το επίπεδο των προμηθειών που θα πρέπει να πληρώσουν οι τράπεζες ώστε να μην θεωρηθεί κρατική ενίσχυση
- Το όφελος για την κεφαλαιακή βάση από τους senior τίτλους και
- Τις τιμές με τις οποίες θα μεταφερθούν τα δάνεια, όπως και τους ευρύτερους κινδύνους εκτέλεσης του σχεδίου
Το μεγαλύτερο όφελος σύμφωνα με τους αναλυτές της για τις ελληνικές τράπεζες θα είναι η κεφαλαιακή ανακούφιση.
Η JPMorgan επικαλείται τα στοιχεία, που έδωσε στη δημοσιότητα ο αρμόδιος υφυπουργός, Γιώργος Ζαββός, σύμφωνα με τα οποία οι προμήθειες που θα καταβάλλουν οι τράπεζες για τα 9 δισ. ευρώ των κρατικών εγγυήσεων που θα παράσχει το Ελληνικό Δημόσιο θα είναι μόλις 1,8%, δηλαδή περίπου 35 μονάδες βάσης πάνω από τη σημερινή απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου. Ωστόσο, σημειώνει, πως το κόστος αυτό αντισταθμίζεται εν μέρει από την πληρωμή κουπονιού των senior τίτλων. Υπολογίζει λοιπόν ότι κατά μέσο όρο θα κινηθεί στο επίπεδο του 6μηνου Euribor + 75 μονάδες βάσης για συναλλαγές ανάλογες με εκείνες, που έχουμε στο σχέδιο GACS της Ιταλίας για τα κόκκινα δάνεια (το οποίο και λειτούργησε ως πρότυπο για το ελληνικό σχήμα). Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό σημαίνει 1,4% καθαρό κόστος για τις κρατικές εγγυήσεις.
Τέλος, η Fitch αξιολογεί το σχέδιο ως credit positive για τις ελληνικές τράπεζες και περιμένει την πλήρη εφαρμογή του μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Ο οίκος σχολιάζει επίσης ότι φαίνεται να υπάρχει αρκετή επενδυτική «όρεξη» δεδομένης και της πώλησης χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων φέτος, ενώ προσθέτει ότι τη ζήτηση θα στηρίξει και η βελτίωση του λειτουργικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα.
«Αν και υπάρχει ρίσκο στην εκτέλεση που συνδέεται με την σύσταση και την αξιοποίηση του σχήματος, το παράδειγμα της Ιταλίας και η εμπειρία των αγορών, που έχει ήδη αποκτηθεί από ορισμένες τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων στην Ελλάδα φέτος, μπορούν να εξομαλύνουν τη διαδιακασία και να στηρίξουν την αποδοχή της αγοράς»
καταλήγει.