Έκλεισε το βιβλίο προσφορών για την έκδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους να αντλεί 1,5 δισ. και το επιτόκιο να διαμορφώνεται στο 1,5%, ενώ η προσφορά έφτασε τα 5,4 δισ.
Η ζήτηση από τους επενδυτές αν και ισχυρή ήταν περιορισμένη συγκριτικά με την προηγούμενη έκδοση του 10ετούς τον Μάρτιο, παρά την ιδιαίτερα θετική συγκυρία για την Ελλάδα και το μικρό ποσό της αύξησης που αυτομάτως περιορίζει το ρίσκο για τους επενδυτές και βοηθάει όσους έχουν ήδη τοποθετηθεί σε προηγούμενες εκδόσεις να βελτιώσουν το προφίλ και τη διασπορά του χαρτοφυλακίου τους.
Οι τράπεζες BNP Paribas, Citi, Goldman Sachs, HSBC και J.P. Morgan είναι οι συνδιοργανωτές της έκδοσης, οι ίδιες δηλαδή τράπεζες που είχαν “αναλάβει” την έκδοση του Μαρτίου.
Το Δημόσιο αποδέχθηκε τελικά προσφορές 1,5 δισ., έναντι της αρχικής πρόβλεψης για 1 δισ., καθώς ο ΟΔΔΗΧ έκρινε το επιτόκιο ιδιαίτερα ελκυστικό.
Αξίζει να σημειώσουμε πως το 10ετές ομόλογο εκδόθηκε στις 5 Μαρτίου 2019 με απόδοση 3,9% και κουπόνι 3,875%. Ο ΟΔΔΗΧ είχε αντλήσει 2,5 δισ. ευρώ με τις προσφορές να ξεπερνούν τα 11,8 δισ. ευρώ. Τότε, το ενδιαφέρον είχαν εκδηλώσει πάνω από 380 επενδυτές, ενώ στα hedge funds διανεμήθηκε το 11% της έκδοσης, στα συνταξιοδοτικά ταμεία το 4%, το 68% σε διαχειριστές κεφαλαίων, το 14,5% σε τράπεζες – ιδιωτικές τράπεζες και το 2,5% σε κεντρικές τράπεζες.
To “άνοιγμα” της έκδοσης του Μαρτίου έχει τους ίδιους όρους και χαρακτηριστικά με την αρχική, με λήξη στις 12 Μαρτίου του 2029 και κουπόνι στο 3,875% αλλά με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο (απόδοση), κατά 60% περίπου.
Με το reopening της έκδοσης, η Ελλάδα βγαίνει για τέταρτη φορά φέτος στις αγορές, στέλνοντας ένα ακόμα ισχυρό σήμα στους επενδυτές και “παγιώνοντας” ουσιαστικά την παρουσία της ως “κανονικός” εκδότης χρέους.
Με την έκδοση αυτή το ελληνικό Δημόσιο επιτυγχάνει να υπερβεί τους στόχους για άντληση ρευστότητας από τις αγορές κατά 2 δισ. συνολικά, ενώ περιορίζει το κεφαλαιακό κόστος και βελτιώνει το δημοσιονομικό προφίλ, ενισχύοντας παράλληλα τη ρευστότητα στη δευτερογενή αγορά. Επίσης, με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση αποκτά πλεονέκτημα στον τομέα της εκκαθάρισης ληξιπρόθεσμων χρεών προς ιδιώτες, καθώς ένα μέρος της πλεονάζουσας ρευστότητας θα διοχετευθεί προς αυτή την κατεύθυνση με στόχο την ενίσχυση της οικονομίας.