Πολιτικό, γεωστρατηγικό και συστημικό ρίσκο για την κυβέρνηση και την Ελλάδα γεννά η πιστοποιημένη πλέον αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να εκφραστεί συλλογικά, προγραμματικά και να παίξει τον ρόλο του ως αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς τόσο η ηγετική ομάδα όσο και ο κομματικός μηχανισμός αναλώνονται σε εσωκομματικές αντιπαραθέσεις επιχειρώντας να ελέγξουν τη δυναμική της διαδικασίας ανασύνταξης του κόμματος, η οποία όμως ακόμα δεν έχει δημιουργηθεί.
Οι θέσεις, αντιθέσεις και… αντιδράσεις που καταγράφηκαν στην ψήφιση του νομοσχεδίου για τους υδρογονάνθρακες ήταν μια ακόμη απόδειξη των ανοιχτών εσωκομματικών μετώπων και αμφιταλαντεύσεων της ηγετικής ομάδας, ως προς την κατεύθυνση που θέλει να ακολουθήσει. Η απουσία μιας κοινωνικά αντιστοιχισμένης αντιπολίτευσης, η έλλειψη επικοινωνίας σε κομματικό και πολιτικό επίπεδο με άλλα κόμματα στην Ελλάδα και το εξωτερικό και οι αντίρροπες δυνάμεις που ασκούνται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ συμβάλλουν τον κατακερματισμό του κόμματος, υπονομεύουν τη δυναμική του και επιτρέπουν στην πολιτικά κυρίαρχη Νέα Δημοκρατία να κυβερνά με αντιφάσεις.
Το σκηνικό αυτό όμως, δημιουργεί μεγάλους πολιτικούς κινδύνους τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και για το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, καθώς αποσυντονίζει κοινωνικές ομάδες, θολώνει τις διαχωριστικές γραμμές και αφήνει την κυβέρνηση έκθετη σε εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους, καθώς η έλλειψη δομημένης αντιπολίτευσης, διευρύνει τα περιθώρια υπαναχωρήσεων της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η αδυναμία της αντιπολίτευσης να χρεώσει πολιτικά την κυβέρνηση, αποθρασύνει παράκεντρα εξουσίας, και ακραίες ομάδες στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται οι πιέσεις στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε περιόδους όπου η αξιωματική αντιπολίτευση απέτυχε να παίξει το ρόλο της απορροφημένη από εσωτερικές ζυμώσεις τότε καταγράφηκε η έκρηξη της αντισυστημικής ακροδεξιάς η οποία προσπάθησε -ανεπιτυχώς- να συστηματοποιηθεί, “ασελγώντας” επί μια δεκαετία στην κοινωνία και την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Η μεταμόρφωση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α θέλει δουλειά πολλή
Έτσι, αν και ο Αλέξης Τσίπρας εμφανίζεται διατεθειμένος να τ’ αλλάξει όλα, να ακολουθήσει τον δρόμο της συνάντησης της Αριστεράς με τη Σοσιαλδημοκρατία για να υπερβεί τα αδιέξοδα, στην πραγματικότητα έχει τόσο ο ίδιος όσο και η ομάδα του καταλήξει σε άλλο αδιέξοδο: Το κέντρο δεν είναι αρκετά ριζοσπαστικό.
Αντιστοίχως, η αριστερή τάση του ΣΥΡΙΖΑ, που μετά την αποχώρηση των “Λαφαζανικών”, περιστρέφεται γύρω από τους 53+, οι οποίοι είναι επίσης πολυδιασπασμένοι και σε πολλές περιπτώσεις απλά αφυδατωμένοι, δεν προσφέρουν διεξόδους, αλλά φοβούνται περισσότερο τις νάρκες στα επόμενα βήματα, ενώ αναζητούν συζητήσεις, για να κρύψουν και τα δικά τους πολιτικά και ιδεολογικά αδιέξοδα, έχουν καταστεί πλέον… συντηρητικοί.
Οι πασοκογενείς, ή τέλος πάντων κεντρώοι που παρουσιάζονται, όχι απαραίτητα με δική τους πρωτοβουλία, ως φέροντες το όραμα της Σοσιαλδημοκρατικής ανανέωσης, είναι δέσμιοι της έλλειψης κοινωνικών αναφορών. Αν και διαθέτουν ενδεχομένως ισχυρά ευρωπαϊκά ερείσματα, αυτά όμως εντοπίζονται σε πολιτικούς χώρους με φθίνουσα κοινωνική ανταπόκριση.
Η υπό ανασύσταση νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, που ακόμα δεν έχει δώσει δείγματα γραφής, θα μπορούσε να είναι πολλά υποσχόμενη και να δημιουργήσει νέες διεργασίες που θα αναθερμάνουν τις σχέσεις του κόμματος με την κοινωνία, αλλά σε αυτή τη φάση δεν έχουν πολιτικό λόγο, ρόλο. Επίσης, κινδυνεύει να καεί πριν καν εκφράστεί, καθώς εργαλειοποιείται ήδη ως αντίβαρο στην εσωκομματική διελκυστίνδα.
Τα media στα οποία η πρώην κυβερνητική ομάδα είχε επενδύσει πολλά, έχουν επιτύχει αυξημένη και διαρκή παρουσία στο facebook και εν γένει στα social media, τη δυνατότητα αντιλόγου και την ενεργοποίηση ανθρώπων μέσω της αναπαραγωγής συζήτησης και αντίδρασης συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας σχετικά ζωντανής κρίσιμης μάζας που κρατά τον μηχανισμό σε εγρήγορση. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις έχουν πυροδοτήσει αρνητικά σχόλια στο εσωτερικό, έχουν υπονομεύσει το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς, ενώ πολλά θέματά τους γίνονται δεκτά με σκεπτικισμό και τα πρόσωπα που τα εκπροσωπούν έχουν αμφιλεγόμενη δράση.
Τα κινήματα και ο συνδικαλισμός, που είναι αδιαμφισβήτητα προνομιακός χώρος για τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα ως αξιωματική αντιπολίτευση, μπορούν να παράσχουν ένα πρόσκαιρο καταφύγιο, αλλά θα χρειαστούν και αυτά σύντομα διεξόδους, ανανέωση ιδεών, συνθημάτων και φρέσκο αίμα. Η συζήτηση βέβαια για την αναμόρφωση του συνδικαλιστικού μοντέλου δεν έχει ανοίξει στην Ελλάδα, παρά την κρίση που διέρχονται οι θεσμοί του, ενώ δεν ενεργοποιήθηκαν νέες δυνάμεις ούτε κατά τη διάρκεια της 10ετούς κρίσης, με αποτέλεσμα ο μηχανισμός να είναι πλέον παρωχημένος και έτοιμος να καταρρεύσει.
Πράσινο το νέο μαύρο
Συνεπώς, αν και η πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη ευνοεί τη συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ και την επανενεργοποίηση των κοινωνικών του ερεισμάτων, καθώς είναι ο ισχυρότερος εν λειτουργία φορέας έκφρασης τάσεων στην κεντρική πολιτική σκηνή, εν τούτοις δεν είναι αρκετή για να δώσει νόημα στην ίδια την αντίδραση και να διαμορφώσει νέα τάση και κοινωνικά ερείσματα.
Μιλώντας για νέα τάση, αυτή θα μπορούσε να είναι πράσινη, ωστόσο το πράσινο της οικολογίας, όπως αυτό εκφράζεται στην Ευρώπη και παγκοσμίως μέσα από πρόσωπα και κινήματα όπως η Γκρέτα Τόυνμπεργκ και η ριζοσπαστική νεοοικολογία, μοιάζει περισσότερο με το κόκκινο-μαύρο των αναρχοκομουνιστών, παρά με το πράσινο της Σοσιαλδημοκρατίας και του ρεαλιστικού κέντρου. Η έκφραση της τάσης αυτής στην Ελλάδα απέχει ακόμα, αν και η υπό σύσταση νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ θα επιθυμούσε να ενταχθεί έστω και σαν ουρά σε αυτόν, τον κινηματικού χαρακτήρα, ακτιβισμό, κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο χωρίς να συγκρουστεί με πάγιες γεωπολιτικές θέσεις και δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί ότι οι θέσεις του ΜέΡΑ 25, το προφίλ του Γιάνη Βαρουφάκη και η διάθεση εμπλοκής σε ριζοσπαστικά κινήματα τον καθιστούν καλύτερο υποψήφιο για την έκφραση μιας τέτοιας φωνής στην Ελλάδα.
Αν σε αυτά τα ζητήματα προστεθούν οι προσωπικές βεντέτες των προεδρικών, η προσπάθεια των πασοκογενών να οριοθετήσουν τον χώρο τους, η κόπωση των 53+ και οι δεσμεύσεις που ανέλαβε ως κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια σειρά από μέτωπα απέναντι σε εταίρους και συμμάχους, τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι το project της ανανέωσης της ταυτότητας του κόμματος και της έκφρασης της κοινωνίας είναι ανέφικτο, χωρίς αλλαγή συσχετισμών και την επικράτηση μιας νέας πολυσυλλεκτικής δυναμικής κουλτούρας την οποία θα εκφράζουν αντί να ποδηγετούν τόσο η ηγετική ομάδα όσο και ο κομματικός μηχανισμός.
Κατά συνέπεια, το άνοιγμα στην κοινωνία είναι μια αναπόδραστη διαδικασία, ωστόσο, για να παράξει αποτελέσματα απαιτείται η διαμόρφωση πλαισίου και η έναρξη διαλόγου και όχι η παροχή ψήφου και η προσπάθεια εκμετάλλευσης μιας υπό σύσταση δυναμικής για την επικράτηση στα εσωκομματικά παιχνίδια. Σε ένα τέτοιο πλάνο η πάλη τάσεων στο εσωτερικό θα έπρεπε να μεταφερθεί στην κοινωνία παραγωγικά και όχι ψηφοθηρικά.
Οι ζυμώσεις αυτές παίρνουν χρόνο, τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα έχει, ως αξιωματική αντιπολίτευση όμως δεν τον διαθέτει. Συνεπώς εδώ εγείρεται η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας μεταβατικής πολιτικής γραμμής, πάνω στην οποία θα πολιτευθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, θα την τροποποιεί και θα καταγράφει τις αντιδράσεις της κοινωνίας. Αυτό προϋποθέτει όμως ότι άπαντες θα χρειαστεί να υποστείλουν εαυτούς, τόσο όσο χρειάζεται για να δημιουργηθεί χώρος διαλόγου χωρίς δεσμεύσεις αλλά με στόχους.