Πιο πολιτικό ρόλο φαίνεται ότι διεκδικεί εκ νέου το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα, γεγονός που αναμένεται να αναζωπυρώσει την πολιτική αντιπαράθεση στο εσωτερικό της Ελλάδας, καθώς η νέα κυβέρνηση αναζητά συμμάχους που θα συμβάλλουν στην επίτευξη του στρατηγικού στόχου αναθεώρησης των πλεονασμάτων.
Αυτό προκύπτει από την συμπερασματική έκθεση των επαφών που είχε το κλιμάκιο του ΔΝΤ στην Αθήνα με κυβερνητικούς αξιωματούχους, ενώ πλέον σε αυτές τις ανακοινώσεις του ΔΝΤ περιλαμβάνεται ένας ιδιαίτερα ενδιαφέρον πρόλογος όπου αναφέρεται η συμφωνία της κυβέρνησης για τη δημοσίευση, χωρίς ωστόσο να περλαμβάνεται αντίστοιχος σε άλλες πρόσφατες ή παλαιότερες εκθέσεις τεχνικών αποστολών του Ταμείου, στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες.
Επίσης, παγίως πλέον, διαχωρίζεται η θέση του τεχνικού κλιμακίου από αυτή που θα λάβει τελικά το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου. Οι τεχνικές αυτές διαπιστώσεις, σε συνδυασμό με ιδιαίτερα πολιτικό κείμενο της έκθεσης διαμορφώνουν ένα νέο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης τόσο στην εσωτερική πολιτική σκηνή όσο και στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των θεσμών.
Επίσης, στην ευρύτερη συγκυρία πρέπει να ληφθεί υπόψη η κληρονομία της Κριστίν Λαγκάρντ στο ΔΝΤ και η προσπάθεια διαφοροποίησης του προφίλ του, σε συνδυασμό με τη διακηρυγμένη πρόθεσή της να καταστήσει την ΕΚΤ πιο ενεργή στο πλαίσιο των προγραμμάτων στήριξης, στο πλαίσιο του ρόλου της, ήτοι στα ζητήματα βιωσιμότητας του χρέους και μίγματος πολιτικής.
Συνεπώς. η έκθεση του ΔΝΤ, αποτελεί προϊόν διαπραγμάτευσης, αφού εξασφάλισε την έγκριση, με τις ελληνικές αρχές, ενώ ακριβώς για το λόγο αυτό περιλαμβάνεται το συγκεκριμένο εδάφιο στην εισαγωγή της έκθεσης. Επίσης, όπως σημειώνεται πρόκειται για τα προκαταρκτικά ευρήματα της αποστολής, ενώ θα υπάρξουν διαβουλεύσεις με την αρμόδια διεύθυνση πριν η έκθεση υποβληθεί στο εκτελεστικό συμβούλιο. Συνδυαστικά, πρόκειται προφανώς για ρήτρα αποποίησης ευθύνης των τεχνικών κλιμακίων, προσφέρει άπλετο τεχνικό και πολιτικό χώρο για ελιγμούς και αναθεωρήσεις. Ως εκ τούτου χρησιμοποιείται ως τροχιοδεικτική αλλά όχι δεσμευτική.
Τί ζητάει το ΔΝΤ
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στα 7 σημεία της έκθεσης επισημαίνει συνοπτικά:
- Την απώλειας μεταρρυθμιστικής ροπής της προηγούμενης κυβέρνησης, τις ενδείξεις αναπτυξιακής κόπωσης και την αντιστροφή μεταρρυθμίσεων
- Ενώ ζητά την άποκατάσταση των μεταρρυθμίσεων που αντιστράφηκαν μετά την έξοδο από το Μνημόνιο, εστιάζοντας στην αγορά εργασίας, καθώς και προώθηση άλλων που είχαν παγώσει ή ακυρωθεί, ήτοι τον προνομοθετημένο κόφτη στις συντάξεις και της προνομοθετημένης αναπροσαρμογής του αφορολόγητου.
- Συνολικό, πιο φιλόδοξο και διεξοδικά και κοστολογημένο πρόγραμμα για τις τράπεζες
- Μείωση των δημοσιονομικών στόχων για την ενίσχυση του της οικονομικής και κοινωνικής ανάκαμψης
- Αλλαγή μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής για την επίτευξη μεγαλύτερης κοινωνικής ενσωμάτωσης
- Δίνει τα εύσημα στη νέα κυβέρνηση για μεταρρυθμιστική ορμή, αλλά επισημαίνει ότι η βασική πρόκληση του δομικού μετασχηματισμού της οικονομίας παραμείνει
- Δίνει στήριξη στις προτάσεις της νέας κυβέρνησης για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας,
Μια πιο προσεκτική προσέγγιση καταδεικνύει ότι το τεχνικό κλιμάκιο του ΔΝΤ επανέρχεται με προτάσεις και θέσεις που είχε διατυπώσει παλαιότερα, ενώ η ανάγνωσή τους υπό την “ρήτρα αποποίησης ευθύνης” και τις “επισημάνεις” δείχνει ότι πρόκειται για ένα πλαίσιο που αποτελεί αποτέλεσμα διαβουλεύσεων και όχι της “εργαλειοθήκης” του ΔΝΤ.
Εκφράσεις και χρονικοί προσδιορισμοί όπως “μεταρρυθμίσεων ορόσημο που επιτεύχθησαν την περίοδο 2011-2013”, δεν εντάσσονται στον τεχνοκρατικό και αποστασιοποιημένο γραπτό λόγο του ΔΝΤ, εγείροντας ερωτηματικά.
Πιο αναλυτικά
Η νέα κυβέρνηση κληρονόμησε μια χλιαρή ανάκαμψη, επιβαρυμένη από τις παρακαταθήκες της κρίσης και τις ανατροπές πολιτικών σε όλους τους τομείς μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, οι οποίες αύξησαν περαιτέρω τις δημοσιονομικές, χρηματοπιστωτικές και εξωτερικές ευπάθειες. Ενώ η κυβέρνηση έκανε μια πολλά υποσχόμενη αρχή απεμπλέκοντας δομικές μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις και με την προώθηση της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, χρειάζεται άμεσα μεγαλύτερη προσπάθεια σε όλους τους τομείς πολιτικής, προκειμένου να καταστεί η Ελλάδα ανταγωνιστική εντός της Νομισματικής Ενωσης, να εξαλείψει το πλεονάζον χρέος και να επιτύχει μεγαλύτερη και κοινωνικά ευρύτερη ανάπτυξη.
1. Η νέα κυβέρνηση ορθώς δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη αλλά είναι αντιμέτωπη με μια δύσκολη μάχη. Το κατά κεφαλήν εισόδημα παραμένει σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά πριν την προσχώρηση στην Ευρωζώνη, αντανακλώντας σημαντικές παρακαταθήκες της κρίσης (υψηλό δημόσιο χρέος, υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων, υπερχρεωμένους δανειολήπτες), χαμηλή παραγωγικότητα, απουσία επενδύσεων, αδύναμη νοοτροπία πληρωμής και δυσμενείς δημογραφικές τάσεις. Οι προοπτικές μετριάστηκαν περαιτέρω από την ευρεία ανάσχεση πολιτικών μετά την έξοδο από το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018, με μεταρρυθμίσεις που προβλέπονταν από το πρόγραμμα να καθυστερούν (π.χ. δημοσιονομικές-διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις), να ακυρώνονται (π.χ. τα προνομοθετημένα μεταρρυθμιστικά πακέτα για τις συντάξεις και τη φορολογία εισοδήματος) ή να ανατρέπονται (π.χ. βασικά στοιχεία των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας που εισήχθησαν κατά την περίοδο 2011-2013 και προσπάθειες διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και ενίσχυσης της νοοτροπίας πληρωμών).
2. Η ανάπτυξη αναμένεται να κινηθεί κοντά στο 2% το 2019 και το 2020. Η βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη ευνοείται από την κυκλική ανάκαμψη και το καταναλωτικό κλίμα, γεγονός που θα έπρεπε να μεταφραστεί σε υψηλότερες επενδύσεις. Εντούτοις, με την πρόβλεψη για μακροχρόνια ανάπτυξη στο 0.9%, θα χρειαστεί μιάμιση δεκαετία ακόμη μέχρι να φτάσει το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα στα προ κρίσης επίπεδα. Η αναλογία χρέους προς το ΑΕΠ προβλέπεται να έχει καθοδικές τάσεις μέσα στην επόμενη δεκαετία με σχετικά χαμηλό κίνδυνο ρευστότητας μεσοπρόθεσμα, αν και η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα δεν διασφαλίζεται κάτω από ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές.
Οι -ακόμη αδύναμες- τράπεζες μετριάζουν τις προοπτικές ανάκαμψης και θέτουν σημαντικούς κινδύνους τόσο δημοσιονομικά όσο και στο κομμάτι στης χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Αυτοί, καθώς και άλλοι παράγοντες, καθιστούν την Ελλάδα ευάλωτη σε μια σειρά εξωτερικών και εγχώριων σοκ. Με δεδομένη την κυκλική θέση της Ελλάδας και τις επιθυμητές πολιτικές μεσοπρόθεσμα, το κλιμάκιο θεωρεί ότι υπάρχει μια σημαντική υπερεκτίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την πολιτική της εντολή και το βελτιωμένο επενδυτικό κλίμα ώστε να αναπτύξει ένα ευρύ φάσμα εργαλείων πολιτικής και να ξεπεράσει τα μακροχρόνια οργανωμένα συμφέροντα, με στόχο να προωθήσει την μακροχρόνια ανάπτυξη σημαντικά πιο πάνω από τις τρέχουσες προβλέψεις.
3. Η αποκατάσταση του τραπεζικού τομέα, ο οποίος τώρα είναι ένας δυσλειτουργικός κινητήρας ανάπτυξης, είναι μια κορυφαία προτεραιότητα. Ο στόχος της κυβέρνησης για την επίτευξη μονοψήφιων ποσοστών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) μέχρι τα μέσα του 2022 κινείται στη σωστή κατεύθυνση και το προτεινόμενο σχήμα προστασίας ενεργητικού (ΑPS) με την ονομασία «Ηρακλής» θα μπορούσε να παρέχει σημαντική υποστήριξη (αν και σημαντικές λεπτομέρειες του σχήματος δεν έχουν γίνει ακόμη γνωστές).
Εντούτοις, για την πλήρη αποκατάσταση της ποιότητας του ενεργητικού, σε συνάρτηση με την ποιότητα και τα επίπεδα τραπεζικού κεφαλαίου, της ρευστότητας και της κερδοφορίας, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αναπτύξει μια πιο συνολική, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική. Αυτές οι προσπάθειες θα πρέπει πρωτίστως να είναι αγορακεντρικές, με οποιαδήποτε δημόσια στήριξη να υπόκειται σε μια δυναμική ανάλυση κόστους-οφέλους και να υποστηρίζονται από περαιτέρω βελτιώσεις του νομικού πλαισίου (π.χ. πιο αποδοτικές δικαστικές διαδικασίες και εκσυγχρονισμό του καθεστώτος αφερεγγυότητας). Η προστασία των στεγαστικών δανείων και τα έκτακτα μέτρα ρύθμισης για φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές έχουν παρεμποδίσει την ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους, έχουν υπονομεύσει την νοοτροπία πληρωμών και θα πρέπει να εκλείψουν μόνιμα.
4. Η μείωση των δημοσιονομικών στόχων θα υποστήριζε την οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη. Το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα για το 2019 αναμένεται να είναι σύμφωνο με τη δέσμευση της Ελλάδας προς τους Ευρωπαίους εταίρους για πλεόνασμα 3,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ -αν και για ακόμη μια φορά εξαρτάται από την υποεκτέλεση των δημοσίων επενδύσεων, γεγονός που μετριάζει την ανάπτυξη. Για το 2020, το κλιμάκιο προτείνει η κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι εταίροι να επιτύχουν συναίνεση στην κατεύθυνση χαμηλότερων δημοσιονομικών πλεονασμάτων, δεδομένης της άφθονης οικονομικής χαλάρωσης και των κρίσιμων ανεκπλήρωτων κοινωνικών δαπανών και των επενδυτικών αναγκών, καθώς και την κάλυψη δαπανών που θα δημιουργούσαν συνέργειες με την εντατικοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
5. Το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να επανασταθμιστεί για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Σχέδια για την μείωση των άμεσων φόρων και για την ενίσχυση της φορολογικής συνέπειας είναι ευπρόσδεκτα αλλά περισσότερα θα μπορούσαν να επιτευχθούν με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης (σ.σ. εννοεί το αφορολόγητο όριο). Η Ελλάδα παραμένει κοντά στον πυθμένα της ΕΕ αναφορικά με το ποσοστό των εργαζόμενων που πληρώνουν φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και έχει ένα από τα υψηλότερα κενά συμμόρφωσης αναφορικά με τον ΦΠΑ. Σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ, πολύ μεγάλο ποσοστό της δημόσιας δαπάνης κατευθύνεται σε συντάξεις και μισθολογικές δαπάνες του δημοσίου και πολύ μικρό ποσοστό σε άλλες κοινωνικές δαπάνες.
Για την αντιμετώπιση καίριων αναγκών, η Ελλάδα θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά την κοινωνική δαπάνη (π.χ. για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που παρέχεται με βάση εισοδηματικά κριτήρια και τη δημόσια υγεία) και τις επενδύσεις. Για την ελευθέρωση δημοσιονομικού χώρου, οι συνταξιοδοτικές παροχές των τωρινών συνταξιούχων θα πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με τον νέο τρόπο υπολογισμού (και η πρόσφατη αποκατάσταση των δώρων που χορηγούνταν πριν από την κρίση θα πρέπει να ανατραπεί).
Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της δημόσιας οικονομικής διαχείρισης θα βοηθήσει στην καλύτερη εκτέλεση του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων, θα ενισχύσει τον έλεγχο του προϋπολογισμού και θα ενδυναμώσει τη διαχείριση κινδύνου (συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων προερχόμενων από δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη), ενώ απαιτούνται συνεχιζόμενες προσπάθειες για την ενίσχυση της ΑΑΔΕ και για την κινητοποίηση του πλαισίου κατά του ξεπλύματος χρήματος (AML) για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
6. Η νέα κυβέρνηση αξίζει αναγνώριση για την άρση εμποδίων στις ιδιωτικοποιήσεις και για την προώθηση της διευκόλυνσης των επιχειρήσεων και της ψηφιοποίησης, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι της δομικής μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται ακόμη μπροστά μας. Η οικονομία παραμένει υπερ-ρυθμισμένη και κυριαρχείται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις που λειτουργούν σε ένα μη φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, και η Ελλάδα βρίσκεται στο τέλος ή κοντά στο τέλος της κατάταξης της Ευρωζώνης σε πολλές διακρατικές έρευνες. Απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες για την εκ των πραγμάτων απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και των κλειστών επαγγελμάτων και για την ενίσχυση του ανταγωνισμού.
7. Οι πρόσφατες προτάσεις της κυβέρνησης για την αγορά εργασίας αξίζουν υποστήριξης, αν και απαιτούνται περισσότερα την επίτευξη υψηλότερης απασχόλησης, ανάπτυξης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Το κλιμάκιο στηρίζει την πρόσφατη νομοθεσία για την άρση των νέων περιορισμών στις απολύσεις και την πρόθεση να περιοριστεί η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία. Τα σχέδια αναφορικά με την εισαγωγή ενός μηχανισμού εξαίρεσης από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις (opt-out) είναι προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά θα έπρεπε να στοχεύουν στην πλήρη αποκατάσταση των μεταρρυθμίσεων-ορόσημο που εισήχθησαν κατά την περίοδο 2011-2013. Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους, η διασύνδεση της προσαρμογής των κατώτατων μισθών με το επίπεδο παραγωγικότητας, η ενίσχυση των ενεργών πολιτικών απασχόλησης και η απομάκρυνση εμποδίων στη γυναικεία συμμετοχή στην αγορά εργασίας θα είναι καίριας σημασίας για την αντιμετώπιση της υστέρησης, της φτώχειας (συμπεριλαμβανομένης της φτώχειας στην εργασία) και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η αποστολή εκφράζει την ευγνωμοσύνη της απέναντι στις αρχές για τις εποικοδομητικές συζητήσεις.