Δεν είναι η πρώτη φορά στην 3ετή θητεία του Ντόναλντ Τραμπ που το ενδεχόμενο καθαίρεσής του τίθεται στην κεντρική πολιτική σκηνή, αυτή χωρίς βέβαια ούτε αυτή τη φορά να συγκεντρώνει ιδιαίτερες πιθανότητες επιτυχίας, αλλά στοχεύοντας στην πολιτική απαξίωση, τη διπλωματική απομόνωση και την ανάσχεση δράσεων που απομακρύνουν τις ΗΠΑ από παραδοσιακούς συμμάχους.
Αν και πολλά έχουν γραφεί η διαδικασία μιας απόφασης καθαίρεσης του προέδρου των ΗΠΑ είναι μακρά και δύσκολη, αυτά είναι άλλωστε τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν τόσο ενδιαφέρουσα πολιτικά, καθώς δίδεται η δυνατότητα στους Δημοκρατικούς να “ξεσκονίσουν” τον Τραμπ, αποκτώντας στοιχεία στα οποία μέχρι τώρα δεν είχαν πρόσβαση, ενώ παράλληλα επιτυγχάνουν να ελέγξουν την ατζέντα.
Η δίωξη είναι μια χρονοβόρα διαδικασία, απαιτεί απλή πλειοψηφία από την Επιτροπή Δικαιοσύνης της Βουλής των Αντιπροσώπων και πλειοψηφία δύο τρίτων στη Γερουσία. Ενώ κάθε βήμα περιγράφεται ρητά από το σύνταγμα, τα πιθανά κατηγορητήρια διατυπώνονται μάλλον αόριστα. Ως εκ τούτου, οι περισσότερες απόπειρες καθαίρεσης του προέδρου απορρίπτονται από την Επιτροπή Δικαιοσύνης της Βουλής.
Ιστορικά, υπήρξαν μόνο δύο περιπτώσεις στις οποίες προχώρησε μέχρι τη ψηφοφορία στη Γερουσία. Αλλά οι περιπτώσεις του Άντριου Τζόνσον το 1868 και του Μπιλ Κλίντον το 1998-99 δεν πέρασαν τη στενωπό της αυξημένης πλειοψηφίας στη Γερουσία. Η μόνη πραγματική καθαίρεση από το αξίωμα ήταν αυτή του Ρίτσαρντ Νίξον το 1974, ο οποίος απέφυγε την ατιμωτική καθαίρεση παραιτούμενος. Στην περίπτωσή του, η απώλεια εμπιστοσύνης από το δικό του κόμμα ουσιαστικά τον άφησε χωρίς άλλη επιλογή.
Ο Τραμπ για την ώρα δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει πρόβλημα απώλειας εμπιστοσύνης των Ρεπουμπλικάνων, αντιθέτως πιθανότερο είναι το σενάριο της συσπείρωσης γύρω από το πρόσωπό του, τουλάχιστον με τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία.