Την προοπτική κυπριακής οικονομίας σε θετική από σταθερή αναβάθμισε η Moody’s ένδειξη ότι επίκειται αναβάθμιση και του αξιόχρεου της χώρας, καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι πολύ ισχυρότεροι από το μέσο όρο της ΕΕ, η σταθερότητα στο τραπεζικό σύστημα επιστρέφει, καθώς τα υψηλού κινδύνου ρώσικα κεφάλαια αντικαθίστανται από ευρωπαϊκά και αμερικανικά, ενώ παράλληλα προωθείται το σχέδιο εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων.
O οίκος αξιολόγησης Moody’s αναβάθμισε την προοπτική της κυπριακής οικονομίας από σταθερή σε θετική, διατηρώντας την αξιολόγηση στο Ba2 (δύο βαθμίδες κάτω από την επενδυτική κατηγορία) επικαλούμενος τη μείωση του κινδύνου έκθεσης της οικονομίας λόγω της συνεχιζόμενης βελτίωσης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού στον τραπεζικό τομέα και τη βελτίωση της δημοσιονομικής ευρωστίας πέραν των προηγούμενων προσδοκιών.
O Moody’s είναι ο μόνος από τους τέσσερις αναγνωρισμένους οίκους που διατηρούν την αξιολόγηση του κυπριακού αξιόχρεου κάτω από την επενδυτική κατηγορία.
Όπως εξηγεί ο οίκος, «ο κυριότερος λόγος της θετικής προοπτικής είναι ότι η έκθεση της Κύπρου σε γεγονότα που σχετίζονται με τον τραπεζικό τομέα συνεχίζει να μειώνεται».
«Οι δράσεις πολιτικής από την κυβέρνηση και οι δράσεις των τραπεζών είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε επιπλέον μεγάλη μείωση των μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων τους επόμενους 18 μήνες», αναφέρει ο Μοοdy’s, υπενθυμίζοντας πως το ποσοστό των ΜΕΧ υποχώρησε στο 30,6% των συνολικών δανείων τον Μάρτιο του 2019 από την κορύφωσή τους στο 49,8% τον Μάιο του 2016.
Παράλληλα, επικαλούμενος δύο λόγους, ο οίκος αναμένει ότι το ποσοστό αυτό θα συνεχίσει να υποχωρεί και ίσως μειωθεί στο μισό τον επόμενο ένα με ενάμισι χρόνο.
Πρώτο, το κυβερνητικό σχέδιο ΕΣΤΙΑ η εφαρμογή του οποίου άρχισε στις 2 Σεπτεμβρίου, το οποίο στοχεύει να επιλύσει την πιο δύσκολη κατηγορία των ΜΕΧ, που αφορούν τα κόκκινα δάνεια με εξασφάλιση κύρια κατοικία.
Το ΕΣΤΙΑ αναμένεται να υποβοηθήσει την επανέναρξη των αποπληρωμών μη εξυπηρετούμενων δανείων €1,1 δισεκατομμυρίου, που διατηρούν κυρίως δύο τράπεζες, που αξιολογούνται τον οίκο (Τράπεζα Κύπρου και Ελληνική)», αναφέρει, προσθέτοντας ότι αυτά τα δάνεια αντιστοιχούσαν τον Μάρτιο του 2019 στο 11% των συνολικών ΜΕΧ στον τραπεζικό τομέα.
Επιπρόσθετα, σημειώνει πως αναμένει ότι οι τράπεζες θα ολοκληρώσουν επιπλέον μεγάλες πωλήσεις δανείων την επόμενη περίοδο.
Επικαλούμενος το νέο νόμο για τις τιτλοποιήσεις, που υποβοηθηθεί την πακετοποίηση και μεταφορά προβληματικών δανείων εκτός τραπεζικού συστήματος, τις τροποποιήσεις στη νομοθεσία για τις πωλήσεις δανείων και τις τελευταίες τροποποιήσεις στο νόμο για τις εκποιήσεις, ο οίκος ωστόσο εκτιμά ότι οι πρόσφατες τροποποιήσεις στη νομοθεσία για τις εκποιήσεις που ενέκρινε η Βουλή και βρίσκονται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα εμποδίσουν κάπως την όλη διαδικασία.
Ο δεύτερος λόγος της αλλαγής της προοπτικής σε θετική αφορά τη βελτίωση της δημοσιονομικής ευρωστίας πέραν των προσδοκιών.
«Τα μεγέθη του κυπριακού χρέους βελτιώνονται με ταχύτερο ρυθμό απ’ ότι εκτιμάτο προηγουμένως», αναφέρει ο οίκος, προσθέτοντας πως ο αντίκτυπος της εξυγίανσης της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας στο δημόσιο χρέος ήταν λιγότερο έντονος, αυξάνοντας τελικά το δείκτη χρέους προς ΑΕΠ στο 102,5% σε σύγκριση με την προηγούμενη εκτίμηση του οίκου που ανέβαζε τον δείκτη χρέους στο 107%.
Έκτοτε, σημειώνει ο Moody’s, η κυβέρνηση επέστρεψε στην τήρηση υψηλών πρωτογενών και δημοσιονομικών πλεονασμάτων και αναμένουμε ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί.
Μάλιστα, ο οίκος προβλέπει πως ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 97% φέτος, λόγω των σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων και τη συνέχιση του χαμηλού κόστους χρηματοδότησης. Όπως εκτιμά ο Moody’s, το χρέος αναμένεται να μειώνεται κατά περίπου πέντε ποσοστιαίες μονάδες ετησίως και να φτάσει στο 75% στο τέλος του 2023.
«Θεωρούμε επίσης ότι η ανθεκτικότητα του κυβερνητικού ισολογισμού έχει βελτιωθεί», προσθέτει ο Moody’s και εξηγεί πως ενώ η Κύπρος αντιμετωπίζει πιέσεις στις δαπάνες από την υγεία, τους μισθούς στον δημόσιο τομέα και το ΕΣΤΙΑ «πιστεύουμε ότι το βάρος του χρέους θα συνεχίσει να υποχωρεί, αν και με βραδύτερο ρυθμό, ακόμη και αν αυτές οι πιέσεις αυξήσουν τα επίπεδα των κρατικών δαπανών».
Αναφορικά με τη διατήρηση της αξιολόγησης στο Ba2, o οίκος σημειώνει ότι οι παράγοντες που υποστηρίζουν την επαναβεβαίωση στη συγκεκριμένη βαθμίδα αφορούν την μικρή αλλά πλούσια οικονομία, τις βελτιώσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια στην οικονομική ανθεκτικότητα, αλλά και τις επιδόσεις της κυβέρνησης να υπερβαίνει τις δημοσιονομικές προβλέψεις στον απόηχο της τραπεζικής κρίσης του 2013.
Σημειώνει δε πως εκτιμά ότι η ισχυρή αναπτυξιακή τάση και τα πρωτογενή πλεονάσματα που δημιουργούσαν θετικές τάσεις σε σχέση με το χρέος, οι οποίες επικρατούσαν πριν την εξυγίανση της ΣΚΤ «αναμένουμε ότι θα συνεχιστούν τα επόμενα χρόνια».
Ωστόσο, τονίζει πως «η Κύπρος αντιμετωπίζει πιστωτικές προκλήσεις, που προκύπτουν από τη μικρή και σχετικά μη διαφοροποιημένη οικονομία, καθώς επίσης από τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους και του χρέους των εταιρειών και των νοικοκυριών».
«Επιπλέον οι αυξανόμενες επίσης στις κρατικές δαπάνες έχουν την προοπτική να επιβαρύνουν τις δημοσιονομικές προοπτικές», αναφέρει και επισημαίνει η Κύπρος διαθέτει πιο αδύναμους θεσμούς σε σύγκριση άλλες χώρες της ΕΕ καθώς και ένα μεγάλο χρηματοπιστωτικό τομέα, που επιβαρύνεται με τον δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ΜΕΧ στην ΕΕ.
Ο Moody’s σημειώνει ότι η αξιολόγηση θα μπορούσε να αναβαθμιστεί αν ο δείκτης των ΜΕΧ υποχωρήσει σημαντικά κάτω του 20%, που θα καταδείξει την ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος και τη μείωση του ρίσκου για το κράτος και αν υπάρξει περισσότερη καθαρή εικόνα ότι το χρέος θα υποχωρήσει σταθερά κάτω του 90% στα επόμενα ένα με δύο χρόνια συνοδευόμενο και από τη βελτίωση των κινδύνων στον τραπεζικό τομέα.
Τέλος, επισημαίνει πως αν και ενδεχόμενη υποβάθμιση της αξιολόγησης είναι ως έχουν τα πράγματα απίθανη λόγω και της θετικής προοπτικής, αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν το πιστωτικό προφίλ της Κύπρου καταστεί πιο αδύναμο σε περίπτωση πολιτικών αποφάσεων για την ανάπτυξη και τα δημόσια οικονομικά που να ανατρέπουν την υποστηρικτική γενική τάση του χρέους, ενώ πιέσεις για υποβάθμιση θα μπορούσαν να προκύψουν αν υπάρξει αποτυχία της μείωσης του αποθέματος των ΜΕΧ.