Εν μέσω ηχηρών διαφοροποιήσεων και αντιδικιών, που αποκαλύπτουν τον βαθιά διχαστικό ρόλο του Ντόνλαντ Τραμπ, η Επιτροπή Ανοιχτών Αγορών της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ αποφάσισε τη μείωση του παρεμβατικού επιτοκίου κατά 0,25% στο εύρος 1,75-2% μετά τη διήμερη συνεδρίασή της, επιβεβαιώνοντας τις προσδοκίες της αγοράς.
Στην ανακοίνωση καταγράφεται μια πολύ πιο απαισιόδοξη προσέγγιση από την προηγούμενη συνεδρίαση του Ιουλίου, καταδεικνύοντας ότι υπάρχει χώρος και για νέες κινήσεις, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται σε αυτές.
Η νέα μείωση επιτοκίων, είναι η δεύτερη μετά από σχεδόν 11 χρόνια δύο μήνες μετά την πρώτη, σηματοδοτώντας ότι οι ενδείξεις επιβράδυνσης της οικονομίας πληθαίνουν, ενώ δέχεται αφόρητη πίεση από τον Ντόναλντ Τραμπ για πιο ηχηρές πρωτοβουλίες.
Εκτός από τη μείωση του παρεμβατικού επιτικίου, η Fed μείωσε το επιτόκιο που καταβάλλει για τα υπερβάλλοντα αποθεματικά κατά 30 μονάδες βάσης, μεγαλύτερη από την περικοπή των επιτοκίων, εν μέσω εκτόξευσης του κόστους βραχυχρόνιου δανεισμού που ανάγκασε την Fed της Νέας Υόρκης να ρίξει στην αγορά 128,5 δισ. μέσω της αγοράς repos. κίνηση είχε ως στόχο τη του επιτοκίου εντός του προσδοκώμενου πλαισίου καθώς το επιτόκιο overnight των repos, το IOER έχει ιστορικά λειτουργήσει ως προμετωπίδα των επιτοκίων, το οποίο διαπραγματεύεται παραδοσιακά 5 μονάδες βάσης πάνω από το στόχο.
Ενώ η επιτροπή ως σύνολο δεν έχει επισημάνει περαιτέρω περικοπές, οι διαιρέσεις παραμένουν μεταξύ των επιμέρους πολιτικών. Τρεις περιφερειακοί πρόεδροι της Fed – ο Esther George του Κάνσας, ο Eric Rosengren της Βοστόνης και ο James Bullard του Σαιντ Λούις – ψήφισαν όχι στη μείωση. Ο George και η Rosengren τάχθηκαν υπέρ της διατήρησης των επιτοκίων στα τρέχοντα επίπεδα, ενώ ο Bullard έχει υποστηρίξει την περικοπή κατά 50 μονάδες βάσης.
Αυτές ήταν οι περισσότερες διαφωνίες για μια απόφαση της Fed που έχουν καταγραφεί στην FOMC από τον Δεκέμβριο του 2014.
Η δήλωση πολιτικής δεν προσέφερε σχεδόν καμία διαφορά στη γλώσσα από τη δήλωση του Ιουλίου. Η επιτροπή ανέφερε εκ νέου “τις συνέπειες των παγκόσμιων εξελίξεων για τις οικονομικές προοπτικές, καθώς και τις μειωμένες πιέσεις του πληθωρισμού” ως πρωταρχικό σκεπτικό της περικοπής.
Όσον αφορά την οικονομική εκτίμησή, η Fed τροποποίησε τη γλώσσα για να δείξει ότι οι δαπάνες των νοικοκυριών “αυξάνονται με έντονους ρυθμούς” ενώ οι “σταθερές επενδύσεις στις επιχειρήσεις και οι εξαγωγές έχουν εξασθενήσει”.
Οι φόβοι ύφεσης αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, εν μέσω των αυξημένων εμπορικών εντάσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, αποδυναμώνοντας τα δεδομένα ιδιαίτερα στον τομέα της μεταποίησης και μια σταδιακά πιο βαρύτερη παγκόσμια οικονομία.
Οι διοικητές των περιφερειακών Fed αύξησαν τις προσδοκίες τους για ανάπτυξη από την τελευταία σύνοψη των οικονομικών προβολών τον Ιούνιο. Η επιτροπή θεωρεί ότι το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμό 2,2% φέτος, σε σύγκριση με 2,1% τον Ιούνιο, αν και οι πιο μακροπρόθεσμες προσδοκίες παραμένουν στο 1,9%.
Οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό παρέμειναν αμετάβλητες σε 1,8% για το 2019 και 2,5% για μακροπρόθεσμα.