Διαρροές που δημιουργούν την αίσθηση ότι κλείνει ο κλοιός γύρω από τον προσδιορισμό και την κατονομασία των βασικών υπόπτων για την υπεξαίρεση ελεγχόμενου στρατιωτικού οπλισμού του Πολεμικού Ναυτικού από βάση στη Λέρο, έφερε στη δημοσιότητα ο Σκάι, φωτογραφίζοντας μάλιστα συγκεκριμένα πρόσωπα.
Σύμφωνα με το ανυπόγραφο ρεπορτάζ οι πληροφορίες αποδίδονται στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, η οποία συμμετείχε επίσης στις έρευνες μαζί με κλιμάκια του ΠΝ και της αντιτρομοκρατικής. Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα οι αρχές επικεντρώνονται σε τρεις στρατιωτικούς, ως βασικούς υπόπτους, ενώ οι πληροφορίες που επικαλείται ο Σκάι κάνουν λόγο και για υλικό από τις κάμερες παρακολούθησης..
Σύμφωνα με πληροφορίες που μετέδωσε ο ΣΚΑΪ, η ΕΥΠ έχει στη διάθεσή της τα άτομα που εμπλέκονται. Πρόκειται για έναν πρώην αποθηκάριο που πήρε μετάθεση για τη βόρεια Ελλάδα και δύο άτομα των ΟΥΚ που έχουν αποστρατευθεί.
Μάλιστα, η ΕΥΠ έχει στη διάθεσή της βιντεοσκοπικό υλικό με την αφαίρεση του στρατιωτικού υλικού.
Στο στρατιωτικό υλικό που έχει «εξαφανιστεί» περιλαμβάνονται σφαίρες, βραδύκαυστο φυτίλι, χειροβομβίδες και αντιαρματικά. Το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, διέψευσε πληροφορίες που μιλούσαν για την απώλεια «140 ναρκών» από την Υπηρεσία Ναυτικών Τεχνικών Εγκαταστάσεων Λέρου.
Στη συνέχεια, με νέο -επίσης ανυπόγραφο- δημοσίευμα στο θέμα επανέρχεται η “Καθημερινή”, επικαλούμενη αυτή τη φορά μαρτυρία και ξετυλίγοντας τη χρονοσειρά των γεγονότων, αρχής γενομένης τον Σεπτέμβριο του 2018.
“Μία μαρτυρία που προέκυψε κατά το πλαίσιο της έρευνας για την κλοπή του στρατιωτικού υλικού στη Λέρο, φαίνεται να οδηγεί στη «λύση» του μυστηρίου της υπόθεσης.
Το χρονικό σημείο – κλειδί για την εξιχνίαση της κλοπής, σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία, είναι ο Σεπτέμβριος του 2018.
Τότε έγινε και η τελευταία αξιόπιστη καταμέτρηση του στρατιωτικού υλικού, στο πλαίσιο της αλλαγής διαχειριστή στην Υπηρεσία Ναυτικών Τεχνικών Εγκαταστάσεων (ΥΝΤΕΛ) της Λέρου. Από την καταμέτρηση εκείνη δεν είχε προκύψει καμία απώλεια.
Ωστόσο, λίγες μέρες μετά την απογραφή, σύμφωνα πάντα με την εν λόγω μαρτυρία, ο απελθών διαχειριστής μαζί με δύο άνδρες που υπηρετούσαν στα Ο.Υ.Κ επεσκέφθησαν τον νέο διαχειριστή που μόλις είχε αναλάβει τα καθήκοντά του και του ζήτησαν να τους παραχωρήσει πρόσβαση (τα κλειδιά και τους απαραίτητους κωδικούς) στην αποθήκη προκειμένου να ελέγξουν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο οπλισμός.”
Από τα γραφόμενα φωτογραφίζεται ότι η μαρτυρία προέρχεται από τον απερχόμενο, σήμερα, αποθηκάριο, ο οποίος φέρεται να επιρρίπτει ευθύνες στον προκάτοχό του και τους δύο ΟΥΚάδες, στους οποίους παραχώρησε τα κλειδιά κατ’ εξαίρεση αφότου είχε παραλάβει.
Επίσης, στο δημοσίευμα αναφέρεται ως εποπτεύουσα αρχή την Εισαγγελία του Ναυτοδικίου,
“Οι διενεργούντες την έρευνα, επικεφαλής της οποίας είναι η Εισαγγελία του Ναυτοδικείου, φέρεται λοιπόν να καταλήγουν ότι η κλοπή του υλικού πιθανότατα συνέβη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ενώ αξιολογείται ως πολύ πιθανή η εμπλοκή των τριών προσώπων”
δείχνοντας έτσι ότι υπάρχουν πληροφορίες και άλλες πηγές, που ενισχύουν το αρχικό αποδεικτικό υλικό της καταγραφής video.
Επίσης στο δημοσίευμα της “Καθημερινής” αναφέρεται ως κίνητρο αυτό της λαθρεμπορίας, κατηγορία που είναι σαφώς ελαφρύτερη από ενδεχόμενη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και άλλες που θα μπορούσαν να προστεθούν,
Ως πιθανότερο κίνητρο της κλοπής αναφέρεται αυτό της λαθρεμπορίας οπλισμού. Αλλωστε προ διετίας είχε αποκαλυφθεί υπόθεση κλοπής 280.000 τόνων πετρελαίου από τις δεξαμενές της ίδιας μονάδας του Πολεμικού Ναυτικού, στη Λέρο.
Σύμφωνα μάλιστα με ορισμένες πληροφορίες, εκείνη η υπόθεση λαθρεμπορίας είχε αποκαλυφθεί όταν η φρεγάτα «Θεμιστοκλής», που είχε καταπλεύσει στη Λέρο για ανεφοδιασμό, φόρτωσε 90.000 αντί για 240.000 λίτρα, καθώς η δεξαμενή της ΥΝΤΕΛ ήταν άδεια,
Ο συσχετισμός των δύο υποθέσεων έχει επίσης τη δική του βαρύτητα καθώς διευρύνει το πλαίσιο των αναγκαίων ελέγχων, τα περιστατικά, το κόστος και καταδεικνύει το βάθος της διαφθοράς.
Παρά τις πληροφορίες, το γεγονός ότι ένα τόσο σημαντικό ρεπορτάζ είναι ανυπόγραφο, αποτελεί αντένδειξη για την αξιοπιστία όσων αναφέρονται, ενώ η επίκληση της ΕΥΠ και όχι της αντιτρομοκρατικής ως πηγής, αποτελεί συνήθως ένδειξη έλλειψης αξιόπιστου υλικού που θα μπορούσε να αξιολογηθεί από τις αρχές για να στοιχειοθετηθούν δικογραφίες. Επίσης, θα μπορούσε να προλειαίνεται το έδαφος για την εκμετάλλευση άλλων διατάξεων και τον χαρακτηρισμό της έρευνας στο πλαίσιο της κατασκοπείας και αντικατασκοπείας.
Σε κάθε περίπτωση, από στρατηγικής προσέγγιση, η διαρροή πληροφοριών αποτελεί μέσο πίεσης προς υπόπτους ώστε να σπάσουν ενδεχόμενες συμφωνίες σιωπής. Πολιτικά, πάλι, η διατήρηση του θέματος ψηλά στην ειδησεογραφία αποτελεί ένδειξη ευρύτερων διεργασιών που δρομολογούνται, οι οποίες δεν είναι ακόμη ορατές. Παράλληλα, η πολιτική ηγεσία επιχειρεί να επιβεβαιώσει το στίγμα της αποτελεσματικότητας και να ελέγξει τη ροή της πληροφορίας.