Ενδείξεις που συντείνουν στην επαναχάραξη του οδικού χάρτη των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και ενδεχομένως την επαναξιολόγηση του ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή, απορρέουν από την επίσκεψη του υπουργού Εμπορίου των ΗΠΑ, Γουίλπορ Ρος, καθώς όπως φαίνεται δεν θα προκύψει άμεσα συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Ντόναλντ Τραμπ, ενώ οι ΗΠΑ θέτουν και προαπαιτούμενα για την ενεργοποίηση επενδυτικών πρωτοβουλιών, ενώ την ίδια στιγμή αναλαμβάνουν ενεργό δράση για την ενίσχυση των σχέσεων με την Τουρκία.
Η ανακοίνωση ότι ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ θα παραθέσει στις ΗΠΑ δείπνο στον Έλληνα πρωθυπουργό με την παρουσία δεκάδων Αμερικανών επιχειρηματιών στις 25 Σεπτεμβρίου, έτυχε ιδιαίτερα θετικής υποδοχής από τα media στην Ελλάδα, ωστόσο αποτελεί μια όχι και τόσο θετική εξέλιξη, δεδομένου ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να προγραμματίσει συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ, για την οποία ακόμα δεν φαίνεται ότι έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις.
Η συγκυρία αυτή επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο μετά την ανακοίνωση της επικείμενης συνάντησης του Ντόναλντ Τραμπ με τον Ταγίπ Ερντογάν, την ίδια περίοδο στις ΗΠΑ, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
Η αλληλουχία των γεγονότων αναδεικνύει μια ιδιαίτερα σημαντική σημειολογία, καθώς τη στιγμή που η Τουρκία δρα ως περιφερειακός ταραξίας, αμφισβητεί την ισχύ των ΗΠΑ με τους S-400, θέτει εμπόδια στα αμερικανικά σχέδια στην Ανατολική Μεσόγειο και παρενοχλεί με κάθε δυνατό τρόπο την Ελλάδα, ο πρόεδρός της επιτυγχάνει νέο τετ-α-τετ με τον Τραμπ, ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός που έχει δηλώσει ότι θα τηρήσει τα συμφωνηθέντα και έχει εξ αρχής αποδείξει την ισχυρή πολιτική βούληση της κυβέρνησής του προς αυτή την κατεύθυνση, παίρνει “αριθμό προτεραιότητας” και του τίθενται νέα προαπαιτούμενα.
Εντύπωση προκαλεί ότι παρά τις υψηλού επιπέδου και προοπτικών πολιτικές και επιχειρηματικές επαφές που έγιναν και προγραμματίζονται δεν έγινε καμία νύξη στον στρατηγικό διάλογο Ελλάδας-ΗΠΑ.
Ο Γουίλμπορ Ρος έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην ανάδειξη της Ελλάδας ως ενεργειακού κόμβου, λέγοντας ξεκάθαρα ότι υπάρχει ισχυρό αμερικανικό ενδιαφέρον για εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) τόσο προς την Ελλάδα, όσο και δια αυτής στην Ανατολική Ευρώπη. Ο σχεδιασμός αυτός βέβαια είναι γνωστός και συνδέεται άμεσα με τον αγωγό IGB που συνδέει την Ελλάδα με τη Βουλγαρία, αλλά και τη Συμφωνία των Πρεσπών που κατέστησε δυνατή την ενεργειακή “προσάρτηση” της Βόρειας Μακεδονίας.
Επίσης, ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, αναφέρθηκε και στον σταθμό επαναεριοποίησης στην Αλεξανδρούπολη, λέγοντας ότι μόλις υπάρξει μεγάλο συμβόλαιο προμήθειας LNG στην περιοχή, ο εν λόγων κόμβος θα ενεργοποιηθεί άμεσα με αμερικανική συμμετοχή.
Όσον αφορά στους τομείς της ελληνικής οικονομίας τους οποίους θεωρεί πιθανόν να εκδηλωθεί αμερικανικό ενδιαφέρον, ανέφερε τις ιδιωτικοποιήσεις, εν γένει, και τις πρώτες ύλες, συμπεριλαμβανομένης της Ενέργειας, της τεχνολογίας, της πληροφορικής και της άμυνας. Καίριο σημείο των δηλώσεων του ήταν η αποκάλυψη του αμερικανικού ενδιαφέροντος για τα ΕΛΠΕ, τα οποία ιεράρχησε πολύ ψηλά στην ατζέντα, θέτοντάς την συμμετοχή Αμερικανών επενδυτών στη διαδικασία αποκρατικοποίησης ως πιθανό καταλύτη.
Ο αντικατοπτρισμός των παραπάνω συνθηκών στη γεωπολιτική σκακιέρα επιδεινώνει άρδην τη θέση της Ελλάδας, και προκαλεί ανησυχίες για την εκπλήρωση των ευρύτερων σχεδιασμών, ενώ παράλληλα καθιστά ευκολότερη την ανάδειξη φυγόκεντρων τάσεων από περιφερειακές δομές οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης. Αν σε αυτά προστεθεί η “αφωνία” των ΗΠΑ για τις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και ο περιορισμός του ορίου συναγερμού για την εκδήλωση αμερικανικής παρέμβασης στην Κύπρο από την ΑΟΖ στα χωρικά ύδατα, τότε η κατάσταση είναι αρκετά χειρότερη απ΄όσο, δια γυμνού οφθαλμού, γίνεται αντιληπτό.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στις δηλώσεις του από την Αθήνα ο Γουίλμπορ Ρος προσδιόρισε τον χαρακτήρα της επίσκεψής του στην Άγκυρα ως γεωστρατηγικό, δηλώνοντας ότι εντάσσεται στο πλαίσιο ενεργειών για να διασφαλιστεί ότι η Άγκυρα «θα παραμείνει αγκυροβολημένη στη Δύση», ενώ εκτίμησε ότι υπάρχει μεγάλη προοπτική για την τόνωση των εμπορικών συναλλαγών ΗΠΑ-Τουρκίας.
Η εικόνα που διαμορφώνεται από τις δηλώσεις Ρος, το “σφιχτό” πρόγραμμα του Ντόναλντ Τραμπ και την ανεμπόδιστη πρόσβαση του Ταγίπ Ερντογάν σε αυτόν, δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα. Ωστόσο, η εικόνα αυτή θα μπορούσε να αλλάξει άρδην με την θετική απάντηση του Λευκού Οίκου στο αίτημα του Μεγάρου Μαξίμου για ένα ad hoc τετ-α-τετ των ηγετών των δύο χωρών.