Συντεταγμένες κινήσεις για την εκ βάθρων αλλαγή της δομής, διάρθρωσης και της ισορροπίας δυνάμεων των G7, στο πλαίσιο ευρύτερης στρατηγικής ανατροπής του διεθνούς γεωοικονομικού status quo, φαίνεται ότι έχει αναλάβει και προωθεί ενεργά ο Βλάντιμιρ Πούτιν, τις οποίες αναδεικνύει μάλιστα με δηλώσεις του προσπαθώντας να δημιουργήσει συζήτηση και να προκαλέσει πιέσεις στην κατεύθυνση της επανεξέτασης της σύνθεσης και του ρόλου του φόρουμ, από το οποίο έχει εξαιρεθεί η Ρωσία μετά την επέμβαση στην Κριμαία.
Σε αυτό το πλαίσιο, τοποθετείται η δήλωση του Ρώσου προέδρου, την Πέμπτη, ότι η Τουρκία θα μπορούσε να συμμετάσχει στην G7 παράλληλα με την Κίνα και την Ινδία, δεδομένου του ρόλου της στις διεθνείς υποθέσεις. Η ρητορική αυτή δημιουργεί από μόνη της πιέσεις στο διεθνές σύστημα ασφάλειας και σταθερότητας, καθώς ο αναθεωρητισμός αυτός εφόσον δομηθεί σε άλλες μορφές και φόρα θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες μορφές γεωοικονομικού ανταγωνισμού.
Όταν ρωτήθηκε, ο Ρώσος πρόεδρος, κατά τη διάρκεια συνόδου ολομέλειας του Ανατολικού Οικονομικού Φόρουμ στο Βλαδιβοστόκ για πρόταση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για την πιθανότητα επανένταξης της Μόσχας στην ομάδα κορυφαίων οικονομιών του κόσμου, που περιλαμβάνει τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ιαπωνία, δήλωσε ο ότι η Κίνα και η Ινδία θα ήταν επίσης κατάλληλα μέλη.
Ο Πούτιν υποστήριξε ότι όλοι οι συμμετέχοντες στη συνάντηση συμφώνησαν ότι η συζήτηση ορισμένων θεμάτων, όπως οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, είναι “πιο ενδιαφέρουσα” σε ευρύτερη μορφή από την G8.
“Αυτό δείχνει ότι χωρίς τη συμμετοχή χωρών όπως η Ινδία και η Κίνα, τα σύγχρονα προβλήματα ανάπτυξης δεν μπορούν να λυθούν”,
δήλωσε ο Πούτιν.
“Το έργο της Τουρκίας είναι επίσης απαιτητικό και κατάλληλο δεδομένου του ρόλου της στις διεθνείς υποθέσεις και στην περιοχή”,
δήλωσε ο Πούτιν, προσθέτοντας ότι η ομάδα των 20 είναι σήμερα “ο πιο αντιπροσωπευτικός οργανισμός” για την αντιμετώπιση των διεθνών προβλημάτων.
Η τοποθέτηση αυτή στόχο έχει να δημιουργήσει δυναμική και πίεση για νέες δομές με ευρύτερα χαρακτηριστικά και ενισχυμένη παρουσία των χωρών της Ασίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν βρίσκει ευήκοα ώτα στη Δύση, καθώς θα ανατρέπονταν δομημένες ισορροπίες και θα οδηγούνταν σε αναθεώρηση των στόχων τους. Τέτοια πίεση δέχονται άλλωστε ήδη οι δομές αυτές από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Το σκηνικό που δημιουργείται από τις δηλώσεις του Βλάντιμιρ Πούτιν είναι ενδεικτικό της αυξανόμενης πίεσης που ασκούν οι αναδυόμενες οικονομικές και γεωπολιτικές δυνάμεις στο δομημένο σύστημα διεθνούς συνεργασίας. Η διεύρυνση, βέβαια, τέτοιων δομών είναι συνήθως εξαιρετικά δύσκολη και συνήθως δεν επιλέγεται ως υπόθεση εργασίας, αλλά προτιμάται η διαμόρφωση διαλειτουργικών ομάδων, που πρώτα αναπτύσσονται αυτοτελώς και εν συνεχεία διαμορφώνουν μηχανισμούς συνεργασίας, όπως συμβαίνει με την τον μηχανισμό των BRICS, ο οποίος ωστόσο ακόμα δεν χαίρει αντίστοιχης αναγνώρισης με άλλα φόρα και φορείς, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Μέχρι στιγμής, πάντως, η γεωγραφική διαφοροποίηση όλων αυτών των πρωτοβουλιών έχει αποτρέψει την ανάπτυξη γεωοικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ τους, συνθήκη που, ωστόσο, είναι πιθανό να ανατραπεί εφόσον μια δύναμη όπως η Τουρκία ενταχθεί και εδραιώσει τη συμμετοχή της σε μια τέτοια δομή, καθώς επηρεάζονται άμεσα οι αμυντικές ισορροπίες, με ότι αυτό συνεπάγεται σε γεωοικονομικό και γεωστρατηγικό επίπεδο.
Όπερ σημαίνει, ότι η άτυπη πρόταση που διατυπώθηκε από τον Ρώσο πρόεδρο για διευρυμένα διαλειουργικά σχήματα οικονομικής συνεργασίας και ασφάλειας δεν είναι παρά μια επιχείρηση “Δούρειος Ίππος” της Ρωσίας στο διεθνές γεωοικονομικό στερέωμα όπως αυτό έχει διαμορφωθεί σήμερα. Το σχέδιο αυτό, βέβαια, δεν είναι μονοδιάστατο και δεν φαίνεται να στοχεύει στην ουσιαστική διαφοροποίηση των G7, αλλά στην ενίσχυση του ρόλου της Ρωσίας και στην προώθηση της ταχύτερης επανένταξής της. Πρακτικά, αν οι G7 αμυνόμενοι εξελιχθούν σε “σκαντζόχοιρο”, τότε η Ρωσία θα έχει τα ερείσματα και το άλλοθι που χρειάζεται για να δημιουργήσει έναν νέο μηχανισμό ο οποίος θα περιορίσει, de facto, την επιρροή των G7, και θα δημιουργήσει δυναμική επανεδραίωσης ενός πολυπολικού οικονομικό-πολιτικού μοντέλου, αντίστοιχο με αυτό του κινήματος των αδεσμεύτων που αποτελούσε έναν πόλο μεταξύ του ανταγωνισμού ΗΠΑ και Ρωσίας.
Η συμμετοχή της Ρωσίας στους G8 (τότε) ανεστάλη το 2014 λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας καθώς και της πολιτικής και στρατιωτικής στήριξης της προς τους αυτονομιστές στην ανατολική Ουκρανία. Η ομάδα ονομάζεται τώρα G7.
Το Ανατολικό Οικονομικό Φόρουμ είναι ένα ετήσιο διεθνές φόρουμ που πραγματοποιήθηκε για να ενθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις στη Ρωσική Άπω Ανατολή. Η ρωσική ηγεσία χρησιμοποιεί επίσης το περιθώριο της εκδήλωσης για να συζητήσει διεθνή και περιφερειακά ζητήματα.
Το Κίνημα των αδεσμεύτων
Το Κίνημα των Αδεσμεύτων, ή Κίνηση των Αδεσμεύτων (είτε ως ομαδική εκδήλωση συγκεκριμένης ιδεολογίας, είτε ως σύνολο συγκεκριμένης δραστηριότητας, αντίστοιχα), γνωστότερη με το διεθνές αρκτικόλεξο ΝΑΜ, (εκ του Non-Aligned Movement), είναι μία διεθνής οργάνωση, αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ, μεταξύ των Αδεσμεύτων χωρών των οποίων η πολιτική δεν ευθυγραμμίζεται με την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ-Ρωσίας). Αποτελείται από 118 κράτη ενώ συμμετέχουν και 18 κράτη παρατηρητές.[1]
Ιδρύθηκε το 1961 στο Βελιγράδι και βασικοί συντελεστές για την δημιουργία του ήταν ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, ο Γιαβαχαρλάλ Νεχρού, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ’ και ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. Σκοπός του κινήματος, σύμφωνα με τη διακήρυξη της Αβάνας (1978) είναι να διασφαλίσει «την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια των αδέσμευτων χωρών στον αγώνα τους ενάντια στον ιμπεριαλισμό, την αποικιοκρατία, το ρατσισμό και όλες τις μορφές ξένης επιθετικότητας, κατοχής, κυριαρχίας, ανάμειξης ή ηγεμονίας, καθως και εναντίον των μεγάλων δυνάμεων και των συνασπισμών ισχύος»[2].
Η διάσπασή του ήρθε με την εισβολή της Σοβιετικής ένωσης στο Αφγανιστάν, όταν τα κράτη-μέλη διχάστηκαν ανάμεσα στην υποστήριξη ή την καταδίκη της εισβολής.
Πολιτική και ιδεολογία
Αποτελούμενο από πολλές κυβερνήσεις διαφορετικών πολιτικών ιδεολογιών αυτό που ενώνει τα μέλη του είναι η δέσμευσή τους στην παγκόσμια ειρήνη, ασφάλεια και στον αφοπλισμό. Από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του το κίνημα συμμετέχει σε ιδεολογικές συγκρούσεις, ασκώντας κριτική σε ρατσιστικά καθεστώτα και υποστηρίζοντας απελευθερωτικά κινήματα. Σύμφωνα με το κίνημα κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να ασκεί πολιτικές, που καθορίζονται βάσει των εθνικών του συμφερόντων και όχι λόγω των σχέσεών του με συγκροτήματα ισχύος.
Σύγχρονες δραστηριότητες και θέσεις
Κριτική στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών
Τα πρόσφατα χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει στόχος του κινήματος. Η εισβολή στο Ιράκ και ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία, οι προσπάθειες της Ουάσιγκτον να σταματήσουν τα πυρηνικά προγράμματα του Ιράν και της Βόρειας Κορέας έχουν χαρακτηριστεί παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων.[3] Οι ηγέτες του κινήματος, επίσης, έχουν ασκήσει κριτική στις Ηνωμένες Πολιτείες για τον έλεγχο που ασκούν στον Ο.Η.Ε. και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς.
Αειφόρος ανάπτυξη
Το κίνημα έχει δεσμευθεί δημοσίως στο δόγμα της αειφόρου ανάπτυξης και στην επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας, αλλά θεωρεί ότι η διεθνής κοινότητα δεν έχει δημιουργήσει τις συνθήκες που θα ευνοούσαν την ανάπτυξη. Παράγοντες που εμποδίζουν την ανάπτυξη είναι η παγκοσμιοποίηση, το χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών, οι αθέμιτες πρακτικές εμπορίου, η μείωση της ξένης βοήθειας και το έλλειμμα δημοκρατίας στα οικονομικά κέντρα αποφάσεων.[4]
Μεταρρυθμίσεις του ΟΗΕ
Το κίνημα έχει ασκήσει κριτική στον ΟΗΕ σχτετικά με τις παρούσες δομές του οργανισμού και το συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό του και επικεντρώνεται στη χρησιμοποίηση του ΟΗΕ από ισχυρά κράτη, με τέτοιο τρόπο που παραβιάζονται βασικές αρχές του κινήματος. Έχει προχωρήσει σε μία σειρά συστάσεων που θα ισχυροποιούσαν την εκρποσώπηση κρατών μελών του κινήματος στον ΟΗΕ. Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στόχευαν στη βελτίωση της διαφάνειας και της δημοκρατίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του οργανισμού. Σύμφωνα με το κίνημα, το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι το πιο αντιδημοκρατικό στοιχείο του οργανισμού και χρειάζεται επανασχεδιασμό.[5]
Πολυπολιτισμικότητα και ανθρώπινα δικαιώματα
Το κίνημα αποδέχεται την καθολικότητα των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά αντιστέκεται σθεναρά στην πολιτισμική ομογενοποίηση και κάνει έκκληση για την προστασία της πολυπολιτισμικότητας και την ανεκτικότητα των θρησκευτικών, κοινονικοπολιτιστικών και ιστορικών ιδιαιτεροτήτων που ορίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα μιας συγκεκριμένης περιοχής.[6]