Ανησυχία και εύλογα ερωτηματικά γεννά η απόφαση της Moody’s να μην δημοσιεύσει έκθεση αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, διατηρώντας το αξιόχρεο και δημοσιεύοντας σημείωμα νωρίτερα που σκιαγραφούσε την κατάσταση και τις προκλήσεις, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί αξιολόγηση.
Το σκηνικό που δημιουργείται όχι από τη διατήρηση του αξιόχρεου στο ίδιο επίπεδο, αλλά από τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, προκαλεί ερωτηματικά και ανησυχία για την πρόσβαση του οίκου στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, την πληρότητα του οικονομικού προγράμματος και τη στάση που αναμένεται να κρατήσουν θεσμοί και εταίροι.
Σημειώνεται ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο διεθνής οίκος δεν επικαιροποιεί την αξιολόγηση της Ελλάδας. Το ίδιο είχε πράξει και στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2018 και προηγουμένως στα τέλη Μαρτίου του ίδιου έτους, καθώς στις 21 Φεβρουαρίου 2018 είχε προβεί εκτάκτως σε αναβάθμιση – έκπληξη, ανεβάζοντας το ελληνικό αξιόχρεο κατά δύο βαθμίδες (σε B3 από Caa2).
Πληροφορίες αναφέρουν, πάντως, ότι η Moody’s, όπως η Fitch και η Κομισιόν αναμένουν το πλήρες σχέδιο της νέας ελληνικής κυβέρνησης, την ανταπόκριση του Eurogroup και τις ισορροπίες στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, πριν αποτιμήσουν την κατάσταση. Οι καθυστερήσεις όμως αυτές αντιφάσκουν με την κυβερνητική πολιτική για την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, το αφήγημα για αποδοχή από τις αγορές και την πεποίθηση για τις άριστες σχέσεις με τους εταίρους.
Αν σε αυτά προστεθεί η απροθυμία του Γάλλου προέδρου Εμμάνουελ Μακρόν να συζητήσει περί οικονομικής πολιτικής με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων ΗΠΑ-Κίνας και η διάχυση της γεωπολιτικής κρίσης του Ιράν στη Μεσόγειο, τότε οι προοπτικές γίνονται δυσοίωνες. Στα παραπάνω δεν έχει αποτιμηθεί αποτιμηθεί το ενδεχόμενο ανάσχεσης των κυβερνητικών σχεδιασμών λόγω γεωπολιτικών παραγόντων, όπως για παράδειγμα η επένδυση της Cosco στον Πειραιά και ενδεχομένως τον αντίκτυπο και τις προοπτικές του East Med, καθώς η στάση της Ιταλίας και ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας μπορούν να μεταβάλλουν άρδην το οικονομικό αντικείμενο και τον σχεδιασμό.
Η light εκδοχή της συγκυρίας είναι ότι η κυβέρνηση τυγχάνει περιόδου χάριτος, που δεν ζήτησε, αφενός λόγω του επαναπροσδιορισμού σχέσεων και αναδιάταξης γεωπολιτικών ισορροπιών στην περιοχή, καθώς και λόγω της θερινής ραστώνης. Ωστόσο, σε μια τόσο ευαίσθητη περίοδο το σενάριο αυτό δεν συγκεντρώνει ιδιαίτερες πιθανότητες.
Η Moody’s σε ανάλυσή της για την Ελλάδα που δημοσιεύθηκε χθες, πριν από την αξιολόγηση, αναφέρει ως μείζονα προβλήματα το δημογραφικό, τις τράπεζες και τις επενδύσεις, αλλάζοντας τόνο από τις προηγούμενες αναλύσεις της. Η νέα αυτή προσέγγιση της Moody’s φαίνεται ότι αντανακλά την έλλειψη επαρκών στοιχείων για την αποτίμηση του νέου οικονομικού προγράμματος, καθώς παρά τις εξαγγελίες, που είχαν αξιολογηθεί θετικά απριόρι, ο οίκος δεν αναφέρεται στην προοπτική της μείωσης φόρων και πιο φιλοεπενδυτικής κυβερνητικής πολιτικής.
Agency | Rating | Outlook | Date |
---|---|---|---|
DBRS | BB (low) | stable | May 03 2019 |
Moody’s | B1 | stable | Mar 01 2019 |
Fitch | BB- | stable | Aug 10 2018 |
S&P | B+ | positive | Jul 20 2018 |
Η Moody’s είχε αναβαθμίσει το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας κατά δύο κλιμακες, στο Β1 τον περασμένο Μάρτιο, με σταθερή προοπτική (outlook). H αξιολόγηση είναι αντίστοιχη εκείνης του οίκου S&P, που όμως δίνει θετική προοπτική και μία βαθμίδα χαμηλότερη από εκείνη της Fitch (BB- με σταθερό outlook).
Στην περιοδική έκθεση για την Ελλάδα,που δημοσιεύθηκε τα ξημερώματα της Παρασκευής, ο Moody’s τόνιζε ότι το πιστωτικό προφίλ της χώρας στηρίζεται από την «μέτρια» δυναμική της ανάπτυξης, τα υψηλότερα επίπεδα πλούτου σε σχέση με άλλες χώρες παρόμοιας αξιολόγησης, αλλά και την «αισθητή αβεβαιότητα» για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ανάπτυξης.
Έδινε έμφαση στις δυσμενείς δημογραφικές τάσεις, καθώς και τα χαμηλά επίπεδα τόσο των επενδύσεων όσο και των αποταμιεύσεων, ενώ έκανε λόγο για αδύναμες επιδόσεις στο Κράτος Δικαίου και την αντιμετώπιση της διαφθοράς. Χτυπούσε δε καμπανάκι για τα επίμονα προβλήματα του τραπεζικού τομέα.
Όπως αναφέρει η Moody’s στην περιοδική της έκθεση, το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας (B1) στηρίζεται από την «μέτρια» οικονομική ισχύ της χώρας, αντανακλώντας τα υψηλότερα επίπεδα πλούτου συγκριτικά με άλλες χώρες που βρίσκονται σε παρόμοια επίπεδα αξιολόγησης, μια μετρίου μεγέθους οικονομία με μέτρια επίπεδα διαφοροποίησης που εξισορροπείται από την σημαντική ακόμα αβεβαιότητα ως προς τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης, δεδομένων των δυσμενών δημογραφικών καθώς και των χαμηλών επιπέδων επενδύσεων και αποταμιεύσεων.
Η «μέτρια (-)» θεσμική ισχύς της Ελλάδας λαμβάνει υπ’ όψιν τις αδύναμες ακόμα επιδόσεις της χώρας για το κράτος δικαίου, την αποτελεσματικότητα του κράτους και τον έλεγχο της διαφθοράς, όπως αυτές μετρώνται από τους δείκτες της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης (Worldwide Governance), που εξισορροπούνται από την βελτίωση των επιδόσεων σε ό,τι αφορά τη νομοθέτηση και την εφαρμογή συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων.
Η «χαμηλή (+)» δημοσιονομική ισχύς αντανακλά το πολύ υψηλό χρέος της κυβέρνησης, το οποίο εξισορροπείται από την ήπια δομή του χρέους με πολύ χαμηλά επιτόκια και πολύ μακρές ωριμάνσεις.
Η «υψηλή (+)» ευπάθεια σε κινδύνους γεγονότων, οφείλεται στους κινδύνους του τραπεζικού κλάδου.
Στις εκθέσεις δεν γίνεται αναφορά στις σχέσεις της κυβέρνησης με εταίρους και δανειστές, πεδίο που θεωρείται καταλυτικό, σύμφωνα με τη μεθοδολογία των οίκων, για τον προσδιορισμό των προοπτικών. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι και αυτό το πεδίο είναι θολό και συνεπώς όχι μόνο δεν είναι γνωστές οι σχέσεις, αλλά παράλληλα δεν μπορεί να προβλεφθεί η ανταπόκριση των οργάνων στο νέο οικονομικό πρόγραμμα.
Τέλος, η έλλειψη αξιολόγησης των μέτρων πολιτικής που λαμβάνει η κυβέρνηση είναι ενδεικτική της ασάφειας που περιβάλλει το γενικότερο πλάνο.