Μπορεί ο Ντόναλντ Τραμπ να έχει κατεβάσει τους τόνους στο εμποριό μέτωπο απέναντι στην Κίνα, μετά την οξεία αντίδραση των αγορών που οδήγησε στην αντιστροφή της καμπύλης απόδοσης των ομολόγων, εξέλιξη που αποτελεί ένδειξη ύφεσης, αλλά κλιμακώνει σε καθημερινή βάση στο γεωπολιτικό μέτωπο, επίπεδο που ενοχλεί έτι περαιτέρω το Πεκίνο και μπορεί να προκαλέσει ακόμα πιο ηχηρές αντιδράσεις.
Βέβαια, στη γεωπολιτική οι προκλήσεις είναι δυσκολότερα αντιληπτές από τις αγορές, όχι γιατί δεν αντιλαμβάνονται τις μεταβολές και τους κινδύνους, αλλά κυρίως γιατί δεν υπάρχει ξεκάθαρο playbook αντιδράσεων και συσχέτισή τους με επιπτώσεις στο οικονομικό επίπεδο. Συνεπώς, μέχρι οι αγορές να διαμορφώσουν τον πίνακα αντιστοιχιών, θα συνεχίσουν να παρακολουθούν και να αντιδρούν μόνο σε ρητορικές κλιμακώσεις.
Το κενό αυτό φαίνεται ότι επιχειρεί να εκμεταλλευτεί ο Ντόναλντ Τραμπ σε μια προσπάθεια να διαμορφώσει κλοιό πίεσης προς το Πεκίνο το οποίο κινδυνεύει να βρεθεί εγκλωβισμένο εμπορικά με τους δασμούς, οικονομικά με την ανάσχεση των ρυθμών ανάπτυξης, γεωπολιτικά με την Ταϊβάν και το Χονγκ Κονγκ και εν τέλει στρατηγικά με τις συνθήκες ελέγχου όπλων που προετοιμάζουν Ουάσιγκτον και Μόσχα.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και τα καθημερινά σχεδόν δημοσιεύματα για την πιθανή πώληση δεκάδων μαχητικών αεροσκαφών F-16V και συναφούς εξοπλισμού στην Ταϊβάν, έναντι τιμήματος 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Προχθές το πακέτο έλαβε την έγκριση του State Department, όπως ενημέρωσε με επίσημη διακοίνωσή της η αμερικανική υπηρεσία διεθνούς συνεργασίας για την ασφάλεια και την άμυνα (Defense Security Cooperation Agency, DSCA) το Κογκρέσο των ΗΠΑ, ενώ την Παρασκευή η Γερουσία είχε λάβει την άτυπη συγκατάθεση του Λευκού Οίκου ώστε να συνεχίσει να συζητείται.
Διαβάστε ακόμα: Η ισορροπία δυνάμεων στο στενό της Ταϊβαν
Όπως διευκρίνισε η DSCA, το πακέτο της προβλεπόμενης πώλησης συμπεριλαμβάνει 66 μαχητικά πολλαπλών ρόλων F-16C/D Block 70, 75 μηχανές της General Electric και άλλο συναφή εξοπλισμό. Σύμφωνα με την υπηρεσία, η πώληση υπηρετεί τα εθνικά και οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ, την ασφάλεια στην περιοχή και το αξιόμαχο των ένοπλων δυνάμεων της Ταϊβάν.
Αμφότερες οι εγκρίσεις είναι προπαρασκευαστικού χαρακτήρα και δεν αποτελούν δέσμευση ή άδεια υπογραφής συμβολαίων, που συνεπάγεται ότι στόχο έχουν να πιέσουν το Πεκίνο δίνοντας την αίσθηση επικείμενης ηχηρής αμφισβήτησης του δόγματος της ενιαίας Κίνας, σημείο που προκαλεί αντιδράσεις εντός του Κομουνιστικού Κόμματος και ιδιαίτερα στις ηγετικές κάστες, ενώ απελευθερώνει υπερθνικιστικές δυνάμεις η δράση των οποίων αποτελεί απειλεί για τα σχέδια της κυβέρνηση Σι.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είχε εξ αρχής κάνει σαφή την πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει το ευαίσθητο αυτό σημείο της Κίνας στη διαπραγμάτευση, όταν μετά την εκλογή του ανταπέδωσε τηλεφώνημα της προέδρου της Ταϊβάν, προκαλώντας τότε τη μήνη του Πεκίνου, όταν ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που το έπραξε. Τότε, η κίνηση θεωρήθηκε υπερβολική και αποδόθηκε στο πληθωρικό του χαρακτήρα του νέου προέδρου και την έλλειψη γεωπολιτικής συνείδησης, σήμερα αποδεικνύεται ότι επρόκειτο για μήνυμα, το οποίο το Πεκίνο έλαβε βέβαια, αλλά δεν είναι σαφές πως το αξιολόγησε.