Ο Τραμπ κατάφερε να τρομάξει τη Wall Street και τις αγορές μετοχών τόσο που τη Δευτέρα ανέβαιναν μόνο οι τιμές των ομολόγων και ο χρυσός, ενώ οι περισσότερες αναλύσεις προέβλεπαν την αρχή ενός νέου bear market, στη βάση της ανανεωμένης και μεταλλαγμένης οικονομικής κρίσης που ταλανίζει τις αγορές την τελευταία 10ετία, η οποία δεν έχει ποτέ αντιμετωπιστεί επαρκώς, καθώς ο στόχος για πληθωρισμό 2% παραμένει ανεκπλήρωτος και οι οικονομικοί κύκλοι δομικά ανολοκλήρωτοι.
Στην πραγματικότητα η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ για νέους δασμούς 10% στις εναπομείνασες εισαγωγές από την Κίνα ύψους 300 δισ. και η συνεπακόλουθη πολυεπίπεδη αντίδραση του Πεκίνου με αναστολή εισαγωγής αγροτικών προϊόντων και την βουτιά του γουάν κάτω από τα 7 δολάρια, σε χαμηλό 10 και πλέον ετών, αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα για την κατοχύρωση κερδών και την πτωτική εκτόνωση της μεσοπρόθεσμης συσσώρευσης των αγορών.
Οι κεντρικές τράπεζες είχαν ήδη προετοιμαστεί για αυτό, ανακοινώνοντας αλλαγή πολιτικής και είσοδο σε διαδικασία νέας νομισματικής χαλάρωσης με την ΕΚΤ να προαναγγέλλει μείωση επιτοκίων, τη Fed να κόβει το παρεμβατικό επιτόκιο κατά 0,25%, την Τράπεζα της Ιαπωνίας να ανοίγει παράθυρο για νέα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης και την Τράπεζα της Αγγλίας να προετοιμάζεται για τις αντίστροφες επιπτώσεις που θα έχει το, πολύ πιθανό πλέον, ενδεχόμενο ενός hard Brexit.
Αυτά όπως είναι μερικά από τα μέτωπα που οι αγορές καλούνται να αποτιμήσουν σε παρόντα και μέλλοντα χρόνο, ενώ ενδεχομένως να μην είναι τα σημαντικότερα, καθώς έτσι όπως αναδύονται επισημαίνουν και άλλα βαθύτερα προβλήματα.
Οι εμπορικές εντάσεις και η διαφαινόμενη διάχυσή τους στις ισοτιμίες, αποτελούν παράγοντες που ανεβάζουν το πολιτικό ρίσκο, υπονομεύουν την παγκόσμια ανάπτυξη και δύναται να οδηγήσουν τις οικονομίες σε νέα ύφεση. Οι πρώτες επιπτώσεις είναι ορατές, ωστόσο ακόμα κι αν η τάση αλλάξει, πλέον, η ανάσχεση και αντιστροφή της τάσης αυτής θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και νέα εργαλεία, ενώ θα χρειαστεί η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο παγκόσμιο σύστημα, καθώς η σταθερότητα έχει πληγεί από την αναθρωρητική πολιτική του Τραμπ, την υπονομευτική συμπεριφορά του Πούτιν και την παρελκυστική του Σι.
Στο ταμπλό
- Ο Dow Jones έκλεισε στις 25.718,01 μονάδες με πτώση 767 μονάδων΄(-2,90%), ενώ και οι 30 μετοχές που τον απαρτίζουν έκλεισαν στο κόκκινο. Τις μεγαλύτερες απώλειες κατέγραψε η Apple (-5,23%), ενώ ακολούθησαν η Visa (-4,82%) και η IBM (-4,43%).
- O S&P 500 έκλεισε στις 2.844,76 μονάδες με πτώση 87,29 μονάδων (-2,98%), με τους 11 κλάδους του να κλείνουν με πτώση (τη μεγαλύτερη κατέγραψε ο κλάδος των τεχνολογιών πληροφορίας, κλείνοντας στο -3,99%, και αυτός των τραπεζών, στο -3,25%).
- Την ίδια ώρα ο Nasdaq υποχωρούσε στις 7.726,04 μονάδες με πτώση 278,03 μονάδων ή 3,47%.
Αντίστοιχη ήταν και η εικόνα στις μεγάλες αγορές της Ευρώπης
- Ο FTSE 100 στο Λονδίνο έκλεισε στις 7.223,85 μονάδες με πτώση -2,47%,
- Ο DAX-30 στη Φρανφούρτη διαμορφώθηκε στις 11.658,51 μονάδες με βουτιά -1,80%.
- Ο CAC 40 στο Παρίσι έκλεισε την πρώτη συνεδρίαση της εβδομάδας στις 5.241,55 με πτώση 2,19%.
- Ο FTSE MIB στο Μιλάνο απώλεσε -1,3% διαμορφούμενος στις 20.773,30 μονάδες.
- Ο IBEX 35 στη Μαδρίτη τερμάτησε στις 8.777,20 μονάδες με πτώση 1,35%.
- Ο πανευρωπαϊκός Stoxx 600 έκλεισε στις 369,43 μονάδες με πτώση 2,31%.
Πανικός και στα εμπορεύματα
Αντίστοιχο σκηνικό διαμορφώθηκε και στα εμπορεύματα, με το πετρέλαιο να υποχωρεί, υπό το φόβο της αποδυνάμωσης της αναπτυξιακής δυναμικής της παγκόσμιας οικονομίας, προοπτική που καθιστά τα τρέχουσα επίπεδα προσφοράς πλεονασματικά και δημιουργεί εκ των πραγμάτων περιθώρια περαιτέρω υποχώρησης της τιμής, ενώ οι ενδεχόμενες επιπλοκές ενός τέτοιου σεναρίου είναι πολλαπλάσιας.
Αντιθέτως, ανοδικά κινήθηκε ο χρυσός, σκαρφαλώνοντας σε υψηλά έξι και πλέον ετών, λόγω της διαμορφούμενης συγκυρίας και της φυγής κεφαλαίων προς ασφαλή καταφύγια, τάση που υποστηρίχθηκε από την υποχώρηση του δολαρίου, γεγονός που δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες εισόδου παρά το παρατεταμένο ράλι της τιμής του πολύτιμου μετάλλου.
Ο Τραμπ, από την άλλη πλευρά, επέμεινε στην πολεμική ρητορική κατά της Κίνας, επιχειρώντας, για ακόμη μια φορά, να σύρει τη Fed στην αντιπαράθεση, αφού κατηγόρησε το Πεκίνο για χειραγώγηση της ισοτιμίας, δείχνοντας ότι όχι απλώς πήρε το μήνυμα αλλά ότι “πόνεσε” κιόλας.