Το γραφείο του πρωθυπουργού ανακοίνωσε χθες τη νέα δομή εθνικής ασφάλειας, αντικαθιστώντας τον διοικητή της ΕΥΠ, διορίζοντας τρεις υποδιοικητές και εδραιώνοντας θέση Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, που σε συνδυασμό με το νομοσχέδιο για το επιτελικό κράτος και τις επιμέρους επιλογές συνδέσμων του πρωθυπουργού ολοκληρώνουν τη διάρθρωση της κεντρικής διοίκησης και προσδιορίζουν τον τρόπο συλλογής των δεδομένων.
Ανάλυση Συγκυρίας:
Νίκος Αρβανίτης SIA,
Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας SMA
Χρήστος Φράγου, DI
Οι αλλαγές όσο διαδικαστικές κι’ αν φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, είναι ουσιαστικές, καθώς αλλάζουν τη δομή διοίκησης της πλέον νευραλγικής, στο σύγχρονο κόσμο, υπηρεσίας άμυνας και ασφάλειας, ενώ όπως ανακοινώθηκε στόχος είναι τη μετεξελίξουν, γι’ αυτό το Μαξίμου αναφέρει στην ανακοίνωση που εξέδωσε ότι
«Ακολουθώντας την ίδια συλλογιστική (σσ του διορισμού Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας), η κυβέρνηση προχωρά στον εκσυγχρονισμό της ΕΥΠ, με στόχο να αντιμετωπίσει παραδοσιακές απειλές, αλλά και νέους κινδύνους, όπως ο κυβερνοπόλεμος, αλλά και η διασύνδεση τρομοκρατικής και εγκληματικής δραστηριότητας σε παγκοσμιοποιημένο επίπεδο με γεωπολιτικές προεκτάσεις»
ενώ συνεχίζει σκιαγραφώντας το νέο μοντέλο
«Εν προκειμένω, για τη διάρθρωση της ηγεσίας της ΕΥΠ υιοθετήθηκε το ίδιο πρότυπο που επελέγη και για τη σύνθεση της κυβέρνησης. Με απλά λόγια, η υπηρεσία ενισχύεται με πρόσωπα που διαθέτουν τεχνοκρατική επάρκεια και έχουν αποδείξει την αξία τους στον επαγγελματικό στίβο ώστε να έχουν κριθεί με όρους αποτελεσματικότητας, απαλλαγμένοι από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που χαρακτήριζαν άλλες εποχές”.
Εδώ, για πρώτη φορά επιχειρείται το μπόλιασμα ιδιωτικού και δημοσίου τομέα στον τομέα της κατασκοπείας, αντικατασκοπείας και διαχείρισης της πληροφορίας, μέσω της τοποθέτησης του Παναγιώτη Κοντολέων, που προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα. Στην πραγματικότητα, το background του νέου επικεφαλής της ΕΥΠ δεν περιορίζεται στις υπηρεσίες ασφαλείας, αλλά επεκτείνεται σε παράλληλες επιχειρήσεις, εισάγοντας πλέον θεσμικά τα λεγόμενα black ops, δηλαδή την επιχειρησιακή δράση εκτός οργανωμένων δομών. Αυτό βέβαια, αντιφάσκει, εν μέρει, τη πυραμιδοειδή δομή που καταλήγει απευθείας στον πρωθυπουργό, καθώς αυξάνει τον άμεσο θεσμικό και πολιτικό κίνδυνο, όταν στόχος είναι ακριβώς το αντίθετο.
“Το πρότυπο αυτό υπηρετεί η επιλογή να τοποθετηθεί ο Παναγιώτης Κοντολέων διοικητής της ΕΥΠ, επιλογή με την οποία επιχειρείται μια τομή στην ιστορία της υπηρεσίας με στόχο την αναμόρφωση της”.
Η έννοια της “αναμόρφωσης” της ΕΥΠ αν και καταγράφεται, εν τούτοις δεν αναλύεται, σε αυτή τη φάση, δίνει όμως το στίγμα των δραστικών αλλαγών που προωθούνται και καθιστά σαφές ότι αυτές έχουν εκπονηθεί κεντρικά, από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται να καμφθούν αντιστάσεις, που συναντώνται σε τέτοιες επιχειρήσεις, ενώ σε συνδυασμό με την ευρύτερη πολιτική άμεσου αποτελέσματος που προωθεί η κυβέρνηση, στόχος είναι η άμεση υλοποίηση του σχεδίου “αναμόρφωσης”.
“Πρόκειται για καταξιωμένο στέλεχος με σημαντική καριέρα στον τομέα της ασφάλειας, που τυγχάνει επίσης εκτίμησης και στο εξωτερικό, σε χώρες με τις οποίες η Ελλάδα παραδοσιακά συνεργάζεται. Με την επιλογή αυτή ακολουθείται το επιτυχημένο παράδειγμα μυστικών υπηρεσιών άλλων χωρών στις οποίες επικεφαλής τέθηκαν πρόσωπα που δεν σταδιοδρόμησαν σε αυτές».
Η κατακλείδα, αυτή, έρχεται όχι τόσο να αιτιολογήσει την τοποθέτηση του Παναγιώτη Κοντολέων, η φήμη του οποίου ήταν αρκετή για να αποδείξει τους λόγους επιλογής του, αλλά για να εδραιώσει την προοπτική συνεργασιών δημοσίου και ιδιωτικού τομέα στο επίπεδο της διεξαγωγής επιχειρήσεων και διαχείρισης των πληροφοριών.
Ωστόσο, παρά τη νέα δυναμική που δημιουργεί η αναδιάρθρωση του μοντέλου διοίκησης και διάχυσης αρμοδιοτήτων, που καταλήγει στον πρωθυπουργό, προσομοιάζοντας το αμερικανικό μοντέλο, εν τούτοις απουσιάζουν ακόμα δομές συλλογικής, κεντρικής διαχείρισης, αποτίμησης και δράσης. Παράλληλα, υπάρχουν ακόμα αρκετές ασάφειες ως προς το ρόλο και τη θέση στη διοικητική πυραμίδα (εντός και εκτός του Μαξίμου) του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, του γραφείου που θα τον υποστηρίζει των δυνατοτήτων που του αποδίδονται.
Τέλος, η ΕΥΠ ενισχύεται με τρεις υποδιοικητές που διευρύνουν τον οργανωτικό και επιχειρησιακό της ορίζοντα. Ο πρέσβης Αν. Μητσιάλης, ο οποίος εκπροσωπούσε από το 2016 τη Νέα Δημοκρατία στο Συμβούλιο Εθνικής Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΣΕΠ), θα είναι υπεύθυνος για τις διεθνείς σχέσεις της Υπηρεσίας. Ο Βασ. Γκρίζης, ο οποίος διετέλεσε μεταξύ άλλων για 7 χρόνια διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ασφαλείας (ΚΕΜΕΑ), θα έχει επιχειρησιακές αρμοδιότητες. Και ο Διον. Μελιτσιώτης, ο οποίος είναι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, θα είναι υπεύθυνος για οργανωτικά ζητήματα.
Προβλήματα δομής και… υποδομής
Στην ανακοίνωση του γραφείου του πρωθυπουργού που εκδόθηκε χθες, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας προσδιορίζεται, ασαφώς, ως ο σύνδεσμος του πρωθυπουργού με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, διατύπωση που περιορίζει de facto τη σχέση του πρωθυπουργού με τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, το ρόλο του δεύτερου ως πολιτικό προϊστάμενο του ΓΕΕΘΑ και υπονομεύει την έως τώρα γνωστή δομή του ΓΕΕΘΑ, καθώς στην ουσία δημιουργεί παράλληλο και ισχυρότερο δίαυλο επικοινωνίας των στρατηγών με τον πρωθυπουργό, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα προώθησης των πολιτικών μέσω του κυβερνητικού σχήματος.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο για το επιτελικό κράτος, ο πρωθυπουργός αποκτά τον απευθείας έλεγχο της ΕΥΠ, που συνεπάγεται ότι ο νέος διοικητής, Παναγιώτης Κοντολέων, δεν θα περνά από τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας. Επίσης, δεν είναι σαφές αν και τί διαβάθμιση θα διαθέτει ο νέος ΣΕΑ και σε ποιό επίπεδο της διαδικασίας λήψης, διαβίβασης και διαχείρισης της πληροφορίας εντάσσεται.
Τα ερωτηματικά, οι ασάφειες και ενδεχόμενες συνεπακόλουθες ελλείψεις που αναδύονται μετά τον προσδιορισμό της νέας δομής εθνικής ασφάλειας από το γραφείο του πρωθυπουργού, δημιουργούν την εντύπωση, ότι επίκειται είτε η ανασύνθεση του ΚΥΣΕΑ, είτε η δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, το οποίο έχει πιο επιτελικό ρόλο με άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες τόσο από το Πεντάγωνο όσο και από την ΕΥΠ και τις υπηρεσίες ασφαλείας.
Εν κατακλείδι, όπως έχει από τις 31 Ιουλίου, επισημάνει το Crisis Monitor, η ανάγκη επιτελικής, διακλαδικής και επιχειρησιακής συνεργασίας του υπουργείου Εξωτερικών και της ΕΥΠ είναι πλέον επιτακτική, καθώς η παρατεταμένη αντιπαράθεσή τους, η έλλειψη ενιαίου βραχίονα συνεργασίας και η αντιφατική πολλές φορές δράση του, ιδιαίτερα σε νευραλγικές περιοχές και επιχειρήσεις, παρήγε περισσότερο θόρυβο και διευκόλυνε τη διοχέτευση αντιπληροφορίας. Αντιστοίχως, φαίνεται, ότι η αναδιάρθρωση της ΕΥΠ και ο διαχωρισμός αρμοδιοτήτων θα μπορέσει να δώσει ώθηση στην αναβάθμιση στους τομείς αντικατασκοπείας και ελέγχου πληροφοριών, που είχαν αποδυναμωθεί, εξαιτίας αντιπαραθέσεων σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο.0