Το συνεχιζόμενο stand-off Ουάσιγκτον-Άγκυρας για τους S-400 και το Κουρδικό , σε συνδυασμό με την ενεργή προώθηση του γεωοικονομικού δόγματος της Ανατολικής Μεσογείου, και της πρότασης για την επίλυση του Παλαιστινιακού, μέσα από πολυμερή σχήματα στην ευρύτερη περιοχή, αποτελούν παράγοντες παραγωγής γεωπολιτικού ρίσκου, σε μια περίοδο που η Ελλάδα διέρχεται κυβερνητική αλλαγή και αντιμετωπίζει εγγενή κενά εξουσίας και τις συνηθισμένες αρρυθμίες που εμφανίζονται σε μεταβατικές περιόδους.
Δημοσίευση 31 Ιουλίου 2019
Reporting By: Νίκος Αρβανίτης, SIA,
και Γιιώργος Ξ. Πρωτόπαπας SMA,
Editing by : Χρήστος Φράγκου, DI
Το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν μπορεί ποτέ να αποκλειστεί, πόσο μάλλον σε συνθήκες τέτοιας έντασης και ενώ διεργασίες αναδιάταξης ισορροπιών στην ευρύτερη Βαλκανική και Ανατολική Μεσόγειο βρίσκονται σε εξέλιξη. Ωστόσο, η μέχρι τώρα συμπεριφορά της Τουρκίας έχει δείξει ότι η Ελλάδα δεν είναι στόχος αλλά όργανο πίεσης, λόγω της δυνατότητας που έχει να μεταφέρει την τουρκική δυσαρέσκεια στα ευρωπαϊκά και διεθνή φόρα.
Σε αυτή τη φάση όμως, η Ελλάδα διέρχεται μεταβατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας δημιουργούνται κενά, παρατηρούνται δυσλειτουργίες και τα μηνύματα πολλές φορές χάνονται στο δρόμο. Τέτοια κενά είναι πολλές φορές πιο επικίνδυνα, από την πρόκληση στρατιωτικής έντασης, η οποία μπορεί να ελεγχθεί ή και να προληφθεί. Όταν υπάρχουν τρύπες και δυσλειτουργίες στο μηχανισμό πρόληψης και διαχείρισης, τότε οι ηγέτες και τα κλιμάκια λήψης αποφάσεων είναι πιο πιθανό να λάβουν λάθος αποφάσεις, ενεργώντας υπερβολικά ή και καθόλου, ή ακόμα και εστιάζοντας σε σημεία που δεν θα έπρεπε τις δράσεις τους.
Έτσι, ενώ παρδοσιακά άπαντες μετρούν την τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο σε όρους παραβιάσεων, η πολλές φορές τα πραγματικά επεισόδια εκδηλώνονται στη Θράκη, μέσω της μειονότητας, εργαλειοποιώντας ανθρώπους και προβοκάροντας κοινωνίες ή ακόμα και προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις. Το Crisis Monitor έχει κατ΄επανάληψη στο παρελθόν αναφερθεί στους υπόγειους πολέμους προπαγάνδας, εργαλειοποίησης της μειονότητας προσπάθειας ανατροπής του status quo.
Η ανάγκη αποτελεσματικής λειτουργίας των τοπικών-περιφερειακών δομών συλλογής, αξιολόγησης και διαβίβασης πληροφορίας, είναι εξίσου σημαντική με αυτή της σωστής κινητοποίησης των δικτύων μεταφοράς της πληροφορίας και παραγωγής δράσεων σε κεντρικό επίπεδο. Τώρα, όμως καταγράφονται προβλήματα τα οποία είναι ορατά και σε άλλους παράγοντες, οι οποίοι δύναται να τα εκμεταλλευτούν για να παράξουν τετελεσμένα.
Οι δομές του υπουργείου Εξωτερικών, της ΕΥΠ και άλλων δικτύων, φαίνεται καιρό τώρα να έχουν χάσει την επαφή τους με το κεντρικό δίκτυο, με αποτέλεσμα να φθίνει η εσωτερική τους λειτουργικότητα, με αποτέλεσμα να απομονώνονται και ο ρόλος τους στην περιοχή να αποδυναμώνεται, δίνοντας χώρο σε τρίτους παράγοντες να αναπτύξουν εντονότερη δράση και διείσδυση στην κοινωνία.
Η καθυστέρηση στον διορισμό επικεφαλής της ΕΥΠ, η απόφαση του ΚΥΣΕΑ για τη δημιουργία θέσης Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας και η έλλειψη επαρκούς στοιχειοθέτησής της, συντείνουν στη δημιουργία αίσθησης θεσμικού και διαδικαστικού κενού, σε ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς. Παράλληλα, η νέα διάρθρωση του επιτελικού κράτους, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, δημιουργεί νέα ερωτηματικά για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και αδρανοποιεί πολλές φορές ενεργά στοιχεία του μηχανισμού.
Έτσι, ενώ στο Αιγαίο το ΓΕΕΘΑ έχει εκπονήσει σειρά αποτρεπτικών σχεδίων και η διεθνής παρουσία στην Κύπρο εντείνεται, η Θράκη αναδεικνύεται σε αδύναμο σημείο και ως εκ τούτου πιθανότερο στόχο της τουρκικής προκλητικότητας, που θέλει να παράξει αποτελέσματα και να προκαλέσει τις δυνατόν μικρότερες αντιδράσεις.